Anonymous

ἀτημέλητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> négligé;<br /><b>2</b> perdu, ruiné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τημελέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> négligé;<br /><b>2</b> perdu, ruiné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τημελέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτημέλητος:'''<br /><b class="num">1)</b> Xen. = [[ἀτημελής]] 1;<br /><b class="num">2)</b> оставленный без внимания, т. е. не зажженный (λαμπτηρουχίαι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτημέλητος:''' -ον ([[τημελέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει [[κανείς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν δίνει [[προσοχή]], [[αμελής]], σε Αλκίφρ.· επίρρ., [[ἀτημελήτως]] ἔχειν, <i>δεν</i> [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀτημέλητος:''' -ον ([[τημελέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει [[κανείς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν δίνει [[προσοχή]], [[αμελής]], σε Αλκίφρ.· επίρρ., [[ἀτημελήτως]] ἔχειν, <i>δεν</i> [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτημέλητος:'''<br /><b class="num">1)</b> Xen. = [[ἀτημελής]] 1;<br /><b class="num">2)</b> оставленный без внимания, т. е. не зажженный (λαμπτηρουχίαι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj