Anonymous

ἀτονία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />relâchement, affaiblissement, langueur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτονος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />relâchement, affaiblissement, langueur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτονος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτονία:''' ἡ [[расслабленность]], [[вялость]] Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀτονία]]) [[άτονος]]<br />[[καταβολή]] των δυνάμεων σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαλάρωση]], [[εξασθένηση]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] ή [[ελάττωση]] του τόνου ενός ιστού και συχνότερα της συστολικής δύναμης ενός μυώδους οργάνου («[[ατονία]] της μήτρας»).
|mltxt=η (AM [[ἀτονία]]) [[άτονος]]<br />[[καταβολή]] των δυνάμεων σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαλάρωση]], [[εξασθένηση]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] ή [[ελάττωση]] του τόνου ενός ιστού και συχνότερα της συστολικής δύναμης ενός μυώδους οργάνου («[[ατονία]] της μήτρας»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτονία:''' ἡ [[расслабленность]], [[вялость]] Plut., Luc.
}}
}}