Anonymous

ἀστραγαλωτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />garni d'osselets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράγαλος]].
|btext=ή, όν :<br />garni d'osselets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράγαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστρᾰγᾰλωτός:''' [[с вплетенными внутрь бабками]] ([[μάστιξ]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστραγαλωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> «ἀστραγαλωτὴ [[μάστιξ]]», ή «ἀστραγαλωτὴ [[ἱμάς]]» — [[μαστίγιο]] στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>3.</b> «αστραγαλωτή [[στυπτηρία]]» — [[είδος]] στύψης (Γαληνός)<br /><b>4.</b> «[[ἀστραγαλωτός]] [[χιτών]]» — αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους, [[μακρύς]].
|mltxt=[[ἀστραγαλωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> «ἀστραγαλωτὴ [[μάστιξ]]», ή «ἀστραγαλωτὴ [[ἱμάς]]» — [[μαστίγιο]] στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>3.</b> «αστραγαλωτή [[στυπτηρία]]» — [[είδος]] στύψης (Γαληνός)<br /><b>4.</b> «[[ἀστραγαλωτός]] [[χιτών]]» — αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους, [[μακρύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστρᾰγᾰλωτός:''' [[с вплетенными внутрь бабками]] ([[μάστιξ]] Plut.).
}}
}}