Anonymous

ἀφῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br />qui a passé l'âge de l'adolescence, qui n’est plus jeune.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἧλιξ]].
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br />qui a passé l'âge de l'adolescence, qui n’est plus jeune.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἧλιξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφῆλιξ:''' ион. [[ἀπῆλιξ]], ικος adj. [[немолодой]] ([[γυνή]] HH; ἀνὴρ ἀπηλικέστερος Her.; [[γέρων]] καὶ ἀφῆλιξ Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφῆλιξ:''' Ιων. ἀπ-ῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται πέρα από τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[κυρίως]] σε συγκρ. <i>ἀπηλικέστερος</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀφῆλιξ:''' Ιων. ἀπ-ῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται πέρα από τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[κυρίως]] σε συγκρ. <i>ἀπηλικέστερος</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφῆλιξ:''' ион. [[ἀπῆλιξ]], ικος adj. [[немолодой]] ([[γυνή]] HH; ἀνὴρ ἀπηλικέστερος Her.; [[γέρων]] καὶ ἀφῆλιξ Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[beyond]] [[youth]], [[elderly]], [[mostly]] in comp. ἀπηλικέστερος, Hdt.
|mdlsjtxt=<br />[[beyond]] [[youth]], [[elderly]], [[mostly]] in comp. ἀπηλικέστερος, Hdt.
}}
}}