Anonymous

ἀταλαίπωρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ταλαίπωρος]].
|btext=ος, ον :<br />qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ταλαίπωρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀταλαίπωρος:''' [[не заботящийся]], [[беспечный]], [[равнодушный]] (τινος Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀταλαίπωρος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[υπομονή]], αυτός που δεν υποβάλλεται σε ταλαιπωρίες, [[αδιάφορος]], [[απερίσκεπτος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀταλαίπωρος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[υπομονή]], αυτός που δεν υποβάλλεται σε ταλαιπωρίες, [[αδιάφορος]], [[απερίσκεπτος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀταλαίπωρος:''' [[не заботящийся]], [[беспечный]], [[равнодушный]] (τινος Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj