Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄμεσος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />immédiat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μέσος]].
|btext=ος, ον :<br />immédiat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μέσος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμεσος:''' лог. неопосредствованный, т. е. не имеющий среднего термина (с другим) ([[πρότασις]] Arst.): τὰ ἄμεσα Arst. неопосредствованные положения, т. е. не имеющие среднего (общего) термина, Luc. непосредственные противоречия.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμεσος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται ή υπάρχει [[δίχως]] τη [[μεσολάβηση]] κάποιου άλλου, «άμεση [[συμμετοχή]]» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο [[κράτος]] απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. [[έμμεσος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει [[δίχως]] τη [[μεσολάβηση]] χρονικού διαστήματος, που δεν επιδέχεται [[χρονοτριβή]] ή [[αναβολή]], [[λίαν]] επείγων, επικείμενος<br />«[[άμεσος]] [[κίνδυνος]]», «άμεση [[ανάγκη]]»<br /><b>2.</b> αυτός που αποκτάται με τις αισθήσεις και μόνο<br />«[[άμεσος]] [[αντίληψη]]»<br /><b>αρχ.</b><br />(για συλλογισμούς) αυτός, στον οποίο το [[συμπέρασμα]] εξάγεται [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] άλλης κρίσεως, από μία και μόνη προκείμενη [[κρίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μέσος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>αμεσότης</i> (αρχ. <i>ἀμεσότης</i>) [[αμέσως]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμεσος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται ή υπάρχει [[δίχως]] τη [[μεσολάβηση]] κάποιου άλλου, «άμεση [[συμμετοχή]]» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο [[κράτος]] απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. [[έμμεσος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει [[δίχως]] τη [[μεσολάβηση]] χρονικού διαστήματος, που δεν επιδέχεται [[χρονοτριβή]] ή [[αναβολή]], [[λίαν]] επείγων, επικείμενος<br />«[[άμεσος]] [[κίνδυνος]]», «άμεση [[ανάγκη]]»<br /><b>2.</b> αυτός που αποκτάται με τις αισθήσεις και μόνο<br />«[[άμεσος]] [[αντίληψη]]»<br /><b>αρχ.</b><br />(για συλλογισμούς) αυτός, στον οποίο το [[συμπέρασμα]] εξάγεται [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] άλλης κρίσεως, από μία και μόνη προκείμενη [[κρίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μέσος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>αμεσότης</i> (αρχ. <i>ἀμεσότης</i>) [[αμέσως]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμεσος:''' лог. неопосредствованный, т. е. не имеющий среднего термина (с другим) ([[πρότασις]] Arst.): τὰ ἄμεσα Arst. неопосредствованные положения, т. е. не имеющие среднего (общего) термина, Luc. непосредственные противоречия.
}}
}}