Anonymous

ἄκλειστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non fermé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κλείω]].
|btext=ος, ον :<br />non fermé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κλείω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκλειστος:''' стяж. [[ἄκλῃστος]] 2 незапертый (δώματα Eur. [[λιμήν]] Thuc.; πύλαι Xen.; τὰ τῶν λιμένων στόματα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκλειστος:''' -ον, Ιων. [[ἀκλήιστος]], Αττ. [[ἄκλῃστος]]· ([[κλείω]]), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''ἄκλειστος:''' -ον, Ιων. [[ἀκλήιστος]], Αττ. [[ἄκλῃστος]]· ([[κλείω]]), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκλειστος:''' стяж. [[ἄκλῃστος]] 2 незапертый (δώματα Eur. [[λιμήν]] Thuc.; πύλαι Xen.; τὰ τῶν λιμένων στόματα Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλείω]]<br />not closed or fastened, Eur., Thuc.
|mdlsjtxt=[[κλείω]]<br />not closed or fastened, Eur., Thuc.
}}
}}