Anonymous

ἄορ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἆορ]].
|btext=<i>c.</i> [[ἆορ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄορ:''' или [[ἆορ]], [[ἄορος]] τό меч Hom., Hes.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄορ:''' [[ἄορος]], τό ([[ἀείρω]]), [[ξίφος]] που κρέμεται από ειδική [[ζώνη]] (πρβλ. [[ἀορτήρ]]), [[ξίφος]] εν γένει, σε Όμηρ.· ο Όμηρ. χρησιμ. επίσης αιτ. πληθ. <i>ἄορας</i>. (<i>ᾰ</i> στον τύπο <i>ἄορ</i>· [[αλλά]] στις τρισύλλαβες πτώσεις επίσης <i>ᾱ</i>).
|lsmtext='''ἄορ:''' [[ἄορος]], τό ([[ἀείρω]]), [[ξίφος]] που κρέμεται από ειδική [[ζώνη]] (πρβλ. [[ἀορτήρ]]), [[ξίφος]] εν γένει, σε Όμηρ.· ο Όμηρ. χρησιμ. επίσης αιτ. πληθ. <i>ἄορας</i>. (<i>ᾰ</i> στον τύπο <i>ἄορ</i>· [[αλλά]] στις τρισύλλαβες πτώσεις επίσης <i>ᾱ</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄορ:''' или [[ἆορ]], [[ἄορος]] τό меч Hom., Hes.
}}
}}
{{etym
{{etym