Anonymous

ἄφυκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qu’on ne peut fuir, inévitable ; κύνες ἄφυκτοι SOPH les chiennes auxquelles on ne peut échapper (les Érinyes);<br /><b>2</b> d'où l'on ne peut s'échapper;<br /><b>II.</b> qui ne peut fuir <i>ou</i> s'échapper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[φεύγω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qu’on ne peut fuir, inévitable ; κύνες ἄφυκτοι SOPH les chiennes auxquelles on ne peut échapper (les Érinyes);<br /><b>2</b> d'où l'on ne peut s'échapper;<br /><b>II.</b> qui ne peut fuir <i>ou</i> s'échapper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[φεύγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄφυκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неизбежный]], [[неминуемый]] (γυιοπέδαι Pind.; βέλη Soph.; τόξα Eur.; [[τύχη]] Plat.; [[θάνατος]] Plut.; δεσμοί Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[неразрешимый]], [[запутанный]], тж. хитрый (λόγοι Arph. etc.; [[ἐρώτημα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[не могущий убежать]]: ἄφυκτον λαμβάνειν τινά Arph. крепко схватить кого-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄφυκτος:''' -ον ([[φεύγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να αποφευχθεί, από τον οποίο [[κανείς]] δεν μπορεί να ξεφύγει, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για το [[βέλος]], [[αλάθητος]], στον ίδ., Ευρ.· λέγεται για ένα [[ζήτημα]], που δεν επιδέχεται [[διαφυγή]], [[αναπόφευκτος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ανίκανος]] να διαφύγει, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἄφυκτος:''' -ον ([[φεύγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να αποφευχθεί, από τον οποίο [[κανείς]] δεν μπορεί να ξεφύγει, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για το [[βέλος]], [[αλάθητος]], στον ίδ., Ευρ.· λέγεται για ένα [[ζήτημα]], που δεν επιδέχεται [[διαφυγή]], [[αναπόφευκτος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ανίκανος]] να διαφύγει, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄφυκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неизбежный]], [[неминуемый]] (γυιοπέδαι Pind.; βέλη Soph.; τόξα Eur.; [[τύχη]] Plat.; [[θάνατος]] Plut.; δεσμοί Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[неразрешимый]], [[запутанный]], тж. хитрый (λόγοι Arph. etc.; [[ἐρώτημα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[не могущий убежать]]: ἄφυκτον λαμβάνειν τινά Arph. крепко схватить кого-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj