Anonymous

Ἀσκληπιός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />Asclépios (Esculape) dieu de la médecine.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis pê préhell. <i>ou</i> emprunt ; cf. cependant [[σκάλοψ]], [[ἀσπάλαξ]], qui ferait d'Asclépios une divinité chthonienne.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />Asclépios (Esculape) dieu de la médecine.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis pê préhell. <i>ou</i> emprunt ; cf. cependant [[σκάλοψ]], [[ἀσπάλαξ]], qui ferait d'Asclépios une divinité chthonienne.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἀσκληπιός:''' дор. [[Ἀσκλαπιός|Ἀσκλᾱπιός]] ὁ (ῐ, эп. тж. ῑ) Асклепии (искусный врач - ἰητὴρ [[ἀμύμων]] - в греческом стане у стен Трои Hom., впоследствии - бог врачевания HH, Plut.): ἐν Ἀσκληπίου Xen. в храме Асклепия; Ἀσκληπίου παῖδες Plat. = οἱ Ἀσκληπιάδαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀσκληπιός:''' Δωρ. -ᾶπιός, ὁ, ο Ασκληπιός, Λατ. [[Aesculapius]], [[Θεσσαλός]] [[ηγεμόνας]], [[διάσημος]] [[γιατρός]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταγεν., θεωρήθηκε [[γιος]] του Απόλλωνα, [[προστάτης]] [[θεός]] της Ιατρικής· <i>Ἀσκληπιάδαι</i> ή <i>-ίδαι</i>, <i>οἱ</i>, όνομα για γιατρούς, σε Θέογν., Σοφ.· [[Ἀσκληπιεῖον]], <i>τό</i>, [[ναός]] του Ασκληπιού, σε Λουκ.· [[Ἀσκληπίειος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει στον Ασκληπιό, <i>Ἀσκληπίεια</i> (ενν. [[ἱερά]]), η [[γιορτή]] του Ασκληπιού, σε Πλάτ.
|lsmtext='''Ἀσκληπιός:''' Δωρ. -ᾶπιός, ὁ, ο Ασκληπιός, Λατ. [[Aesculapius]], [[Θεσσαλός]] [[ηγεμόνας]], [[διάσημος]] [[γιατρός]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταγεν., θεωρήθηκε [[γιος]] του Απόλλωνα, [[προστάτης]] [[θεός]] της Ιατρικής· <i>Ἀσκληπιάδαι</i> ή <i>-ίδαι</i>, <i>οἱ</i>, όνομα για γιατρούς, σε Θέογν., Σοφ.· [[Ἀσκληπιεῖον]], <i>τό</i>, [[ναός]] του Ασκληπιού, σε Λουκ.· [[Ἀσκληπίειος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει στον Ασκληπιό, <i>Ἀσκληπίεια</i> (ενν. [[ἱερά]]), η [[γιορτή]] του Ασκληπιού, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἀσκληπιός:''' дор. [[Ἀσκλαπιός|Ἀσκλᾱπιός]] ὁ (ῐ, эп. тж. ῑ) Асклепии (искусный врач - ἰητὴρ [[ἀμύμων]] - в греческом стане у стен Трои Hom., впоследствии - бог врачевания HH, Plut.): ἐν Ἀσκληπίου Xen. в храме Асклепия; Ἀσκληπίου παῖδες Plat. = οἱ Ἀσκληπιάδαι.
}}
}}
{{etym
{{etym