Anonymous

ἄπεπλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans manteau, vêtu seulement d'une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πέπλος]].
|btext=ος, ον :<br />sans manteau, vêtu seulement d'une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πέπλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπεπλος:''' [[без верхней одежды]] (пеплоса) Pind.: λευκῶν φαρέων ἄ. Eur. отказавшийся от белых одежд, т. е. одетый в рубище.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπεπλος:''' -ον, νεαρή [[γυναίκα]] που δεν φοράει πέπλο [[αλλά]] μόνον χιτώνα, σε Πίνδ.· λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]], αυτή που δεν είναι ντυμένη με [[λευκά]] φορέματα, δηλ. αυτή που φοράει μαύρα ενδύματα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄπεπλος:''' -ον, νεαρή [[γυναίκα]] που δεν φοράει πέπλο [[αλλά]] μόνον χιτώνα, σε Πίνδ.· λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]], αυτή που δεν είναι ντυμένη με [[λευκά]] φορέματα, δηλ. αυτή που φοράει μαύρα ενδύματα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπεπλος:''' [[без верхней одежды]] (пеплоса) Pind.: λευκῶν φαρέων ἄ. Eur. отказавшийся от белых одежд, т. е. одетый в рубище.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[unrobed]], clad in the [[tunic]] only, Pind.: λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]] not clad in [[white]] robes, i. e. in [[black]], Eur.
|mdlsjtxt=<br />[[unrobed]], clad in the [[tunic]] only, Pind.: λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]] not clad in [[white]] robes, i. e. in [[black]], Eur.
}}
}}