3,274,246
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>mieux que</i> [[ἄδδην]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> à satiété, assez : [[ἔδμεναι]] [[ἅδην]] IL manger à satiété ; avec un part., [[ἅδην]] [[εἶχον]] κτείνοντες HDT ils étaient las de tuer;<br /><b>2</b> abondamment, complètement : Τρῶας [[ἅδην]] ἐλάσαι πολέμοιο IL (avant) d'avoir battu complètement les Troyens.<br />'''Étymologie:''' propr. acc. de *ἅδη, R. Σαδ, être rassasié ; cf. <i>lat.</i> sat, satis. | |btext=<i>mieux que</i> [[ἄδδην]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> à satiété, assez : [[ἔδμεναι]] [[ἅδην]] IL manger à satiété ; avec un part., [[ἅδην]] [[εἶχον]] κτείνοντες HDT ils étaient las de tuer;<br /><b>2</b> abondamment, complètement : Τρῶας [[ἅδην]] ἐλάσαι πολέμοιο IL (avant) d'avoir battu complètement les Troyens.<br />'''Étymologie:''' propr. acc. de *ἅδη, R. Σαδ, être rassasié ; cf. <i>lat.</i> sat, satis. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἅδην:''' тж. ἄδ(δ)ην adv. вдоволь, вволю, досыта ([[ἔδμεναι]] Hom.; ἐμπιμπλάμενοι σίτων Plat.): ἅ. ἐλάσαι πολέμοιό τινα Hom. измучить кого-л. битвой; ὡς ἅ. [[εἶχον]] κτείνοντες Her. когда они вволю натешились резней; [[ἐπειδὴ]] τῶν τοιούτων ἅ. Plat. когда мы вдоволь наговорились об этом; ἅ. ἔχουσιν [[ἡμῖν]] οἱ λόγοι Plat. довольно с нас слов; [[ἐπεὶ]] τούτων ἅ. εἶχε Plut. когда ему это надоело. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἅδην:''' ή ἄδην[ᾰ] (ἄω, [[satio]]),<br /><b class="num">1.</b> επίρρ., Λατ. [[satis]], αρκετά, έως το [[σημείο]] του κορεσμού· [[ἔδμεναι]] ἄδ(<i>δ</i>)<i>ην</i>, το να τρώει [[κανείς]] [[μέχρι]] κορεσμού, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., οἵ μιν [[ἅδην]] [[ἐλόωσι]] πολέμοιο, οι οποίοι μπορεί να τον οδηγούν σε κορεσμό του πολέμου, στο ίδ.· [[ἅδην]] ἔλειξεν αἵματος, έγλειψε όσο μπορούσε να φάει από το [[αίμα]], σε Αισχύλ.· καὶ τούτων μὲν [[ἅδην]], αρκετά από αυτό, σε Πλάτ.· με μτχ., ἄδην [[εἶχον]] κτείνοντες, σε Ηρόδ. (<i>ᾰ</i>, [[εκτός]] της φράσης [[ἔδμεναι]] ἄδην που αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ., όπου [[συνήθως]] αναγράφεται [[ἄδδην]]). | |lsmtext='''ἅδην:''' ή ἄδην[ᾰ] (ἄω, [[satio]]),<br /><b class="num">1.</b> επίρρ., Λατ. [[satis]], αρκετά, έως το [[σημείο]] του κορεσμού· [[ἔδμεναι]] ἄδ(<i>δ</i>)<i>ην</i>, το να τρώει [[κανείς]] [[μέχρι]] κορεσμού, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., οἵ μιν [[ἅδην]] [[ἐλόωσι]] πολέμοιο, οι οποίοι μπορεί να τον οδηγούν σε κορεσμό του πολέμου, στο ίδ.· [[ἅδην]] ἔλειξεν αἵματος, έγλειψε όσο μπορούσε να φάει από το [[αίμα]], σε Αισχύλ.· καὶ τούτων μὲν [[ἅδην]], αρκετά από αυτό, σε Πλάτ.· με μτχ., ἄδην [[εἶχον]] κτείνοντες, σε Ηρόδ. (<i>ᾰ</i>, [[εκτός]] της φράσης [[ἔδμεναι]] ἄδην που αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ., όπου [[συνήθως]] αναγράφεται [[ἄδδην]]). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |