Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγκωμιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />laudatif, louangeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκωμιάζω]].
|btext=ή, όν :<br />laudatif, louangeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκωμιάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκωμιαστικός:''' [[хвалебный]], [[похвальный]] ([[εἶδος]] τῶν λόγων Arst.; ἀποφάσεις Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγκωμιαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[εγκώμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκωμιαστικόν</i><br />α) [[εγκώμιο]]<br />β) [[είδος]] ρητορικού λόγου.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγκωμιαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[εγκώμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκωμιαστικόν</i><br />α) [[εγκώμιο]]<br />β) [[είδος]] ρητορικού λόγου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκωμιαστικός:''' [[хвалебный]], [[похвальный]] ([[εἶδος]] τῶν λόγων Arst.; ἀποφάσεις Polyb.).
}}
}}