Anonymous

Ἀμαζών: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />Amazone ; <i>plur.</i> [[αἱ]] Ἀμαζόνες les Amazones, <i>population de femmes belliqueuses dans le Pont, en Scythie, et en Libye</i>.<br />'''Étymologie:''' étym. pop. anc. : de ἀ- intensif et *μαζών de [[μαζός]], <i>litt.</i> femmes « aux seins robustes » ; ou ἀ- priv., selon la croyance qu’elles s'amputaient d'un sein -- DELG p.ê. du nom de la tribu iranienne *ha-mazan « guerrier ».
|btext=όνος (ἡ) :<br />Amazone ; <i>plur.</i> [[αἱ]] Ἀμαζόνες les Amazones, <i>population de femmes belliqueuses dans le Pont, en Scythie, et en Libye</i>.<br />'''Étymologie:''' étym. pop. anc. : de ἀ- intensif et *μαζών de [[μαζός]], <i>litt.</i> femmes « aux seins robustes » ; ou ἀ- priv., selon la croyance qu’elles s'amputaient d'un sein -- DELG p.ê. du nom de la tribu iranienne *ha-mazan « guerrier ».
}}
{{elru
|elrutext='''Ἀμαζών:''' όνος (ᾰμ) ἡ, преимущ. pl. [[Ἀμαζόνες]] αἱ амазонки (миф. племя воинственных женщин, жившее в Понте Hom., в Скифии или в Ливии Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀμαζών:''' -όνος, ἡ, [[κυρίως]] στον πληθ., <i>Ἀμάζονες</i>, <i>αἱ</i>, οι [[Αμαζόνες]], [[πολεμοχαρής]] [[φυλή]] [[γυναικών]] στη [[Σκυθία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. ([[κυρίως]] προερχόμενη από το [[α- στερητικό]] και το [[μαζός]], από το μύθο ότι έκοβαν τον δεξί τους μαστό, ώστε να μη τους εμποδίζει στη [[χρήση]] του τόξου).
|lsmtext='''Ἀμαζών:''' -όνος, ἡ, [[κυρίως]] στον πληθ., <i>Ἀμάζονες</i>, <i>αἱ</i>, οι [[Αμαζόνες]], [[πολεμοχαρής]] [[φυλή]] [[γυναικών]] στη [[Σκυθία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. ([[κυρίως]] προερχόμενη από το [[α- στερητικό]] και το [[μαζός]], από το μύθο ότι έκοβαν τον δεξί τους μαστό, ώστε να μη τους εμποδίζει στη [[χρήση]] του τόξου).
}}
{{elru
|elrutext='''Ἀμαζών:''' όνος (ᾰμ) ἡ, преимущ. pl. [[Ἀμαζόνες]] αἱ амазонки (миф. племя воинственных женщин, жившее в Понте Hom., в Скифии или в Ливии Diod.).
}}
}}
{{etym
{{etym