Anonymous

ἐκδιαιτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />s'écarter de la règle, de l'habitude, <i>avec</i> ἔκ τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διαιτάω]].
|btext=-ῶμαι;<br />s'écarter de la règle, de l'habitude, <i>avec</i> ἔκ τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διαιτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδιαιτάομαι:''' [[отступать от привычного образа жизни]]: εἴ τι που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων; Thuc. уж не отклонился ли он от установленных обычаев?
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδιαιτάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>· Παθ., [[ξεφεύγω]], απομακρύνομαι από τον τρόπο ζωής στον οποίο ήμουν [[συνηθισμένος]], [[αλλάζω]] τις συνήθειές μου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐκδιαιτάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>· Παθ., [[ξεφεύγω]], απομακρύνομαι από τον τρόπο ζωής στον οποίο ήμουν [[συνηθισμένος]], [[αλλάζω]] τις συνήθειές μου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδιαιτάομαι:''' [[отступать от привычного образа жизни]]: εἴ τι που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων; Thuc. уж не отклонился ли он от установленных обычаев?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Pass. to [[depart]] from one's [[accustomed]] [[mode]] of [[life]], [[change]] one's habits, Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Pass. to [[depart]] from one's [[accustomed]] [[mode]] of [[life]], [[change]] one's habits, Thuc.
}}
}}