Anonymous

ἄπηκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0290.png Seite 290]] = [[ἀπαγής]], Arist. gen. anim. 2, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0290.png Seite 290]] = [[ἀπαγής]], Arist. gen. anim. 2, 2.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπηκτος:''' [[не густеющий]], [[не твердеющий]], [[не застывающий]] ([[ἀήρ]], [[πιμελή]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. άπηχτος -η, -ο (Α [[ἄπηκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει πήξει, [[μαλακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[μυαλό]] του [[είναι]] άπηχτο [[ακόμη]]» — δεν συμπεριφέρεται με [[ωριμότητα]], παιδιαρίζει<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί.
|mltxt=κ. άπηχτος -η, -ο (Α [[ἄπηκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει πήξει, [[μαλακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[μυαλό]] του [[είναι]] άπηχτο [[ακόμη]]» — δεν συμπεριφέρεται με [[ωριμότητα]], παιδιαρίζει<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπηκτος:''' [[не густеющий]], [[не твердеющий]], [[не застывающий]] ([[ἀήρ]], [[πιμελή]] Arst.).
}}
}}