Anonymous

ἐκκυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[ἐκκυλίω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κυλίνδω]].
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[ἐκκυλίω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κυλίνδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκῠλίνδω:''' Soph., Arph. = [[ἐκκυλίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξεκυλίσθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κυλώ]] προς τα έξω, σε Αριστοφ.· [[ανατρέπω]], [[συντρίβω]], σε Ανθ. — Παθ., <i>ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη</i>, κύλισε [[κατακέφαλα]] από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξάγω]], [[απελευθερώνω]], [[ξεμπλέκω]] — Παθ., απελευθερώνομαι, <i>τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας</i>, «[[βουτώ]]», «[[πέφτω]]» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐκκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξεκυλίσθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κυλώ]] προς τα έξω, σε Αριστοφ.· [[ανατρέπω]], [[συντρίβω]], σε Ανθ. — Παθ., <i>ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη</i>, κύλισε [[κατακέφαλα]] από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξάγω]], [[απελευθερώνω]], [[ξεμπλέκω]] — Παθ., απελευθερώνομαι, <i>τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας</i>, «[[βουτώ]]», «[[πέφτω]]» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκῠλίνδω:''' Soph., Arph. = [[ἐκκυλίω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[κυλίσω]] aor1 [[pass]]. ἐξεκυλίσθην<br /><b class="num">1.</b> to [[roll]] out, Ar.:— to [[overthrow]], Anth.:—Pass., ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη rolled [[headlong]] from the [[chariot]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[extricate]]:—Pass. to be extricated from, τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης Aesch.; ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας to [[plunge]] [[headlong]] [[into]] intrigues, Xen.
|mdlsjtxt=fut. -[[κυλίσω]] aor1 [[pass]]. ἐξεκυλίσθην<br /><b class="num">1.</b> to [[roll]] out, Ar.:— to [[overthrow]], Anth.:—Pass., ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη rolled [[headlong]] from the [[chariot]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[extricate]]:—Pass. to be extricated from, τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης Aesch.; ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας to [[plunge]] [[headlong]] [[into]] intrigues, Xen.
}}
}}