Anonymous

ἐλαία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> olivier, <i>arbre</i>;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> olive.<br />'''Étymologie:''' pour ἐλαίϜα, <i>lat.</i> oliva.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἐλάα]], [[ἐλαΐς]], [[μορία]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> olivier, <i>arbre</i>;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> olive.<br />'''Étymologie:''' pour ἐλαίϜα, <i>lat.</i> oliva.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἐλάα]], [[ἐλαΐς]], [[μορία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλαία:''' ион. [[ἐλαίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[масличное дерево]], [[олива]] Hom. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[маслина]] (плод) Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλαία:''' Αττ. [[ἐλάα]][ᾱᾱ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ελαιόδεντρο, Λατ. [[olea]], η [[ελιά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται ότι είχε δημιουργηθεί από τη [[θεά]] Αθηνά κατά τη [[διάρκεια]] της διαμάχης της με τον Ποσειδώνα, σε Ηρόδ., Σοφ.· φέρεσθαι ἐκτὸς [[τῶν]] ἐλαῶν, [[τρέχω]] μακρύτερα από τις ελιές, οι οποίες βρίσκονταν στο [[τέρμα]] του αθηναϊκού ιπποδρόμου, δηλ. [[πηγαίνω]] [[πολύ]] [[μακριά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[καρπός]] του ελαιόδεντρου, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐλαία:''' Αττ. [[ἐλάα]][ᾱᾱ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ελαιόδεντρο, Λατ. [[olea]], η [[ελιά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται ότι είχε δημιουργηθεί από τη [[θεά]] Αθηνά κατά τη [[διάρκεια]] της διαμάχης της με τον Ποσειδώνα, σε Ηρόδ., Σοφ.· φέρεσθαι ἐκτὸς [[τῶν]] ἐλαῶν, [[τρέχω]] μακρύτερα από τις ελιές, οι οποίες βρίσκονταν στο [[τέρμα]] του αθηναϊκού ιπποδρόμου, δηλ. [[πηγαίνω]] [[πολύ]] [[μακριά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[καρπός]] του ελαιόδεντρου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλαία:''' ион. [[ἐλαίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[масличное дерево]], [[олива]] Hom. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[маслина]] (плод) Arst., Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym