Anonymous

ἐμπορία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> commerce par mer ; commerce <i>en gén.</i><br /><b>2</b> marchandises.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπορος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> commerce par mer ; commerce <i>en gén.</i><br /><b>2</b> marchandises.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπορία:''' ион. ἐμπορίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[поездка по торговым делам]], [[торговая операция]], [[торговля]] (преимущ. внешняя) (ἐπ᾽ ἐμπορίην τρέψαι θυμόν Her.; ἐς Αἴγυπτον ἀπικνέεσθαι κατ᾽ ἐμπορίην Her.; ἡ κατὰ θάλατταν ἐ. Plat.; ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isocr.; πρόσοδοι ἀπὸ τῶν ἐμποριῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[товар]] (καλὴν ἐμπορίαν ἐξάγειν Xen.): δανεῖσαί τινι [[ἕνδεκα]] μνᾶς ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ Dem. дать кому-л. ссуду в одиннадцать мин под залог товара.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπορία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἔμπορος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπόριο]], [[συναλλαγή]], [[δοσοληψία]], [[αγοραπωλησία]] με [[κέρδος]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[επάγγελμα]] ή [[εργασία]], σε Καινή Διαθήκη, Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμπόρευμα]], σε Ξεν., Δημ.
|lsmtext='''ἐμπορία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἔμπορος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπόριο]], [[συναλλαγή]], [[δοσοληψία]], [[αγοραπωλησία]] με [[κέρδος]], σε Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[επάγγελμα]] ή [[εργασία]], σε Καινή Διαθήκη, Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμπόρευμα]], σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπορία:''' ион. ἐμπορίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[поездка по торговым делам]], [[торговая операция]], [[торговля]] (преимущ. внешняя) (ἐπ᾽ ἐμπορίην τρέψαι θυμόν Her.; ἐς Αἴγυπτον ἀπικνέεσθαι κατ᾽ ἐμπορίην Her.; ἡ κατὰ θάλατταν ἐ. Plat.; ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isocr.; πρόσοδοι ἀπὸ τῶν ἐμποριῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[товар]] (καλὴν ἐμπορίαν ἐξάγειν Xen.): δανεῖσαί τινι [[ἕνδεκα]] μνᾶς ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ Dem. дать кому-л. ссуду в одиннадцать мин под залог товара.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj