Anonymous

ἐλπιστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[οἱ]] ἐλπιστικοί PLUT philosophes qui regardaient l'espérance comme le seul soutien de la vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλπίζω]].
|btext=ή, όν :<br />[[οἱ]] ἐλπιστικοί PLUT philosophes qui regardaient l'espérance comme le seul soutien de la vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλπίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλπιστικός:''' [[внушающий надежду]] ([[ἐπιστήμη]] Arst.): οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι Plut. философы, видевшие в надежде основу жизни.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλπιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ελπίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει ελπίδες<br /><b>2.</b> [[πιθανός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που κηρύσσουν ότι η [[ελπίδα]] [[είναι]] το μόνο [[στήριγμα]] στη ζωή.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλπιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ελπίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει ελπίδες<br /><b>2.</b> [[πιθανός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που κηρύσσουν ότι η [[ελπίδα]] [[είναι]] το μόνο [[στήριγμα]] στη ζωή.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλπιστικός:''' [[внушающий надежду]] ([[ἐπιστήμη]] Arst.): οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι Plut. философы, видевшие в надежде основу жизни.
}}
}}