Anonymous

ἐνιαύσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> âgé d'un an;<br /><b>2</b> qui a duré <i>ou</i> dure un an;<br /><b>3</b> qui revient chaque année, annuel.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνιαυτός]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> âgé d'un an;<br /><b>2</b> qui a duré <i>ou</i> dure un an;<br /><b>3</b> qui revient chaque année, annuel.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνιαυτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνιαύσιος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[годовалый]], [[однолетний]] ([[σῦς]] Hom. и ὗς Arst.): κατελείφθην ἐ. Dem. одного года от роду я остался сиротой;<br /><b class="num">2)</b> [[длящийся год]], [[годовалый]] (σπονδαί Thuc.; [[ὁδός]] Xen.; [[χρόνος]] Plat.; ἀρχαί Arst.): ἐ. [[βεβώς]] Soph. отправившись в путь год тому назад;<br /><b class="num">3)</b> [[ежегодный]], [[годичный]] ([[ὁρτή]] Her.; πανηγύρεις Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνιαύσιος:''' -α, -ον ή -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ετήσιος]], ενός έτους (ηλικιακά), [[σῦς]], σε Ομήρ. Οδ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που διεξάγεται [[κάθε]] [[έτος]], [[ετήσιος]], σε Ηρόδ.· πληθ. ουδ. γένους ως επίρρ., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[κάθε]] [[χρονικό]] [[διάστημα]], αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, ο διάρκειας ενός έτους, σε Ευρ., Θουκ.· [[κἀνιαύσιος]] [[βεβώς]], αυτός που έχει φύγει, που απουσιάζει για έναν χρόνο, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐνιαύσιος:''' -α, -ον ή -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ετήσιος]], ενός έτους (ηλικιακά), [[σῦς]], σε Ομήρ. Οδ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που διεξάγεται [[κάθε]] [[έτος]], [[ετήσιος]], σε Ηρόδ.· πληθ. ουδ. γένους ως επίρρ., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για [[κάθε]] [[χρονικό]] [[διάστημα]], αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, ο διάρκειας ενός έτους, σε Ευρ., Θουκ.· [[κἀνιαύσιος]] [[βεβώς]], αυτός που έχει φύγει, που απουσιάζει για έναν χρόνο, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνιαύσιος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[годовалый]], [[однолетний]] ([[σῦς]] Hom. и ὗς Arst.): κατελείφθην ἐ. Dem. одного года от роду я остался сиротой;<br /><b class="num">2)</b> [[длящийся год]], [[годовалый]] (σπονδαί Thuc.; [[ὁδός]] Xen.; [[χρόνος]] Plat.; ἀρχαί Arst.): ἐ. [[βεβώς]] Soph. отправившись в путь год тому назад;<br /><b class="num">3)</b> [[ежегодный]], [[годичный]] ([[ὁρτή]] Her.; πανηγύρεις Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj