Anonymous

ἐμπορικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le commerce <i>ou</i> les marchands : [[δίκη]] ἐμπορική DÉM procès devant un tribunal de commerce.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπορος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le commerce <i>ou</i> les marchands : [[δίκη]] ἐμπορική DÉM procès devant un tribunal de commerce.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπορικός:''' [[торговый]], [[коммерческий]] (χρήματα Arph., Plut.; [[τέχνη]] Plat.; [[πόλις]] Arst.; δίκαι Arst., Dem.; [[φόρτος]] Plut.): ἐμπορικὰ διηγήματα ирон. Polyb. купеческие россказни, бредни.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπορικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[εμπορικός]], αυτός που σχετίζεται με το [[εμπόριο]], σε Στησίχ.· ἐμπ. [[τέχνη]] = [[ἐμπορία]], σε Πλάτ.· <i>ἐμπ. δίκαι</i>, εμπορικές ενέργειες, σε Δημ.· <i>τὰ ἐμπ. χρήματα</i>, χρήματα που έχουν [[χρήση]] στο [[εμπόριο]], στις εμπορικές συναλλαγές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εισαγόμενος, [[ξένος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐμπορικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[εμπορικός]], αυτός που σχετίζεται με το [[εμπόριο]], σε Στησίχ.· ἐμπ. [[τέχνη]] = [[ἐμπορία]], σε Πλάτ.· <i>ἐμπ. δίκαι</i>, εμπορικές ενέργειες, σε Δημ.· <i>τὰ ἐμπ. χρήματα</i>, χρήματα που έχουν [[χρήση]] στο [[εμπόριο]], στις εμπορικές συναλλαγές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εισαγόμενος, [[ξένος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπορικός:''' [[торговый]], [[коммерческий]] (χρήματα Arph., Plut.; [[τέχνη]] Plat.; [[πόλις]] Arst.; δίκαι Arst., Dem.; [[φόρτος]] Plut.): ἐμπορικὰ διηγήματα ирон. Polyb. купеческие россказни, бредни.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj