Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐλάτινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de sapin;<br /><b>2</b> fait en bois de sapin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλάτη]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de sapin;<br /><b>2</b> fait en bois de sapin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλάτη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλάτῐνος:''' эп. [[εἰλάτινος]] 2 (ᾰ) [[еловый]] (ὄζοι Hom., Eur.; [[ἱστός]] Hom.; πλάται Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλάτινος:''' [ᾰ], Επικ. [[εἰλάτινος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[ἐλάτη]]), αυτός που είναι από [[ξύλο]] έλατου, Λατ. [[abiegnus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· φτιαγμένος από [[έλατο]] ή πευκόξυλο, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐλάτινος:''' [ᾰ], Επικ. [[εἰλάτινος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[ἐλάτη]]), αυτός που είναι από [[ξύλο]] έλατου, Λατ. [[abiegnus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· φτιαγμένος από [[έλατο]] ή πευκόξυλο, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλάτῐνος:''' эп. [[εἰλάτινος]] 2 (ᾰ) [[еловый]] (ὄζοι Hom., Eur.; [[ἱστός]] Hom.; πλάται Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj