Anonymous

ἐμπειρικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0811.png Seite 811]] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0811.png Seite 811]] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπειρικός:''' <b class="num">II</b> ὁ эмпирик (врач «[[эмпирической]]» школы, отрицавшей необходимость и возможность теоретического познания болезней и рекомендовавшей руководствоваться в их лечении только практикой) Sext.<br />имеющий опыт, опытный (ἁλιεῖς Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμπειρικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις με την [[πείρα]], [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για γιατρό) [[εκείνος]] που έχει πρακτικές γνώσεις και εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους [[χωρίς]] να διαθέτει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους, κανόνες κ.λπ. της φυσικής και της χημείας) αυτός που βασίζεται αποκλειστικά σε πειραματικά δεδομένα και όχι στη [[θεωρία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εμπειρικός]] [[τύπος]]» — ο [[χημικός]] [[τύπος]] που παριστάνει το [[είδος]] τών ατόμων και την αριθμητική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τους ([[χωρίς]] να παριστά και τον ακριβή αριθμό τών ατόμων)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Εμπειρική Σχολή» <br />α) η φιλοσοφική [[σχολή]] που δέχεται την [[εμπειριοκρατία]]<br />β) η Σχολή τών γιατρών από το 2ο μ.Χ. αιώνα που απέρριπταν την επιστημονική [[διάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἐμπειρική</i><br />η πρακτική [[γνώση]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμπειρικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις με την [[πείρα]], [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για γιατρό) [[εκείνος]] που έχει πρακτικές γνώσεις και εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους [[χωρίς]] να διαθέτει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους, κανόνες κ.λπ. της φυσικής και της χημείας) αυτός που βασίζεται αποκλειστικά σε πειραματικά δεδομένα και όχι στη [[θεωρία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εμπειρικός]] [[τύπος]]» — ο [[χημικός]] [[τύπος]] που παριστάνει το [[είδος]] τών ατόμων και την αριθμητική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τους ([[χωρίς]] να παριστά και τον ακριβή αριθμό τών ατόμων)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Εμπειρική Σχολή» <br />α) η φιλοσοφική [[σχολή]] που δέχεται την [[εμπειριοκρατία]]<br />β) η Σχολή τών γιατρών από το 2ο μ.Χ. αιώνα που απέρριπταν την επιστημονική [[διάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἐμπειρική</i><br />η πρακτική [[γνώση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπειρικός:''' <b class="num">II</b> ὁ эмпирик (врач «[[эмпирической]]» школы, отрицавшей необходимость и возможность теоретического познания болезней и рекомендовавшей руководствоваться в их лечении только практикой) Sext.<br />имеющий опыт, опытный (ἁλιεῖς Arst.).
}}
}}