Anonymous

ἐντόπιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />local, du pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τόπος]].
|btext=ος, ον :<br />local, du pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τόπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντόπιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[местный]], [[туземный]] (θεοί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[отечественный]] ([[ἱστορία]] Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο και [[ντόπιος]], -α, -ο (AM [[ἐντόπιος]], -ία, -ον και [[ἐντόπιος]], -ον, Μ και [[ντόπιος]], -α, -ο)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ' έναν [[τόπο]] («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[εντόπιος]]<br />[[αυτόχθονος]], [[εγχώριος]], [[ιθαγενής]], [[ντόπιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἐντόπιον</i><br />[[ιθαγένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' έναν [[τόπο]], [[τοπικός]]<br /><b>2.</b> [[εμφύλιος]] («τῶν ἐντοπίων πολέμων», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> ο περιορισμένος σ' ένα [[μέρος]] του σώματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐντοπίως</i><br />εγχωρίως, ιθαγενώς, [[τοπικώς]], επιτοπίως.
|mltxt=-α, -ο και [[ντόπιος]], -α, -ο (AM [[ἐντόπιος]], -ία, -ον και [[ἐντόπιος]], -ον, Μ και [[ντόπιος]], -α, -ο)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ' έναν [[τόπο]] («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[εντόπιος]]<br />[[αυτόχθονος]], [[εγχώριος]], [[ιθαγενής]], [[ντόπιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἐντόπιον</i><br />[[ιθαγένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' έναν [[τόπο]], [[τοπικός]]<br /><b>2.</b> [[εμφύλιος]] («τῶν ἐντοπίων πολέμων», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> ο περιορισμένος σ' ένα [[μέρος]] του σώματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐντοπίως</i><br />εγχωρίως, ιθαγενώς, [[τοπικώς]], επιτοπίως.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντόπιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[местный]], [[туземный]] (θεοί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[отечественный]] ([[ἱστορία]] Diog. L.).
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':™ntÒpioj 恩-拖披哦士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':在內-安置處<br />'''字義溯源''':居民,本地的人;由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[τόπος]] / [[Πόντος]])*=處,場所)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 本地的人(1) 徒21:12
|sngr='''原文音譯''':™ntÒpioj 恩-拖披哦士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':在內-安置處<br />'''字義溯源''':居民,本地的人;由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[τόπος]] / [[Πόντος]])*=處,場所)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 本地的人(1) 徒21:12
}}
}}