Anonymous

ἐμφανής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se montre aux regards, qui se rend visible ; <i>en parl. de choses</i> visible, manifeste : ἐμφανῆ τεκμήρια SOPH preuves visibles, pièces à conviction ; [[οὐ]] γὰρ ἔστι τἀμφανῆ κρύπτειν SOPH car il n’est pas possible de cacher ce qui est visible pour tous ; ποιεῖν τὸ ἐμφανές HDT faire qch au grand jour, en public;<br /><b>2</b> qui se fait sous les yeux de tous, en public ; ἐμφανές ἐστι [[ὅτι]] XÉN il est visible que ; τὸ ἐμφανές le grand jour ; [[εἰς]] τοὐμφανὲς [[ἰέναι]] XÉN aller au grand jour ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] ἐμφανοῦς XÉN, [[ἐκ]] [[τοῦ]] ἐμφανέος <i>(ion.)</i> HDT, [[ἐν]] [[τῷ]] ἐμφανεῖ THC au grand jour, publiquement;<br /><b>3</b> évident, non dissimulé : [[βία]] [[ἐμφανής]] THC violence manifeste, force ouverte ; ἐμφανὴς [[λόγος]] THC parole non déguisée, déclaration nette;<br /><b>4</b> connu de tous.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φαίνω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se montre aux regards, qui se rend visible ; <i>en parl. de choses</i> visible, manifeste : ἐμφανῆ τεκμήρια SOPH preuves visibles, pièces à conviction ; [[οὐ]] γὰρ ἔστι τἀμφανῆ κρύπτειν SOPH car il n’est pas possible de cacher ce qui est visible pour tous ; ποιεῖν τὸ ἐμφανές HDT faire qch au grand jour, en public;<br /><b>2</b> qui se fait sous les yeux de tous, en public ; ἐμφανές ἐστι [[ὅτι]] XÉN il est visible que ; τὸ ἐμφανές le grand jour ; [[εἰς]] τοὐμφανὲς [[ἰέναι]] XÉN aller au grand jour ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] ἐμφανοῦς XÉN, [[ἐκ]] [[τοῦ]] ἐμφανέος <i>(ion.)</i> HDT, [[ἐν]] [[τῷ]] ἐμφανεῖ THC au grand jour, publiquement;<br /><b>3</b> évident, non dissimulé : [[βία]] [[ἐμφανής]] THC violence manifeste, force ouverte ; ἐμφανὴς [[λόγος]] THC parole non déguisée, déclaration nette;<br /><b>4</b> connu de tous.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφᾰνής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[явный]], [[зримый]], [[видимый]], [[очевидный]] (τινι Eur., Arph.; ποιεῖν ἐμφανῆ τὰ ἀποκεκρυμμένα Arst.): ἕδ᾽ ἐ. Eur. вот он налицо; ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα Dem. представить неопровержимые доказательства; εἰς τοὐμφανὲς [[ἰέναι]] Xen. становиться очевидным, [[обнаруживаться]]; [[οὐδαμοῦ]] τιμαῖς [[Ἀπόλλων]] ἐ. Soph. нигде не видно, чтобы воздавались почести Аполлону;<br /><b class="num">2)</b> [[действительный]], [[подлинный]], [[бесспорный]] ([[τέκμαρ]] Aesch. и τεκμήρια Soph.; [[κτήμα]]τα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[открытый]], [[прямой]], [[ясный]] ([[λόγος]] Thuc.): ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς Xen., ἐμφανέος Her. и ἐν τῷ ἐμφανεῖ Thuc., Xen. [[явно]], [[открыто]]; βίᾳ ἐμφανεῖ Thuc. [[путем прямого насилия]];<br /><b class="num">4)</b> (обще) [[известный]] (τὰ κερυχθέντα Soph.): τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαίρεσθαι Her. [[умозаключать от известного к неизвестному]];<br /><b class="num">5)</b> [[известный]], [[выдающийся]] (ἀνὴρ ἐ. [[Αἰγύπτιος]] Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμφᾰνής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αντανακλά τον εαυτό του, που καθρεφτίζει ([[είδωλο]]), λέγεται για καθρέφτες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ορατός]] στο [[μάτι]], [[φανερός]], [[ιδίως]] λέγεται για τους θεούς που εμφανίζονται με υλική [[υπόσταση]] στους θνητούς, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐμφανῆ τινα [[ἰδεῖν]], τον [[βλέπω]] με τη [[φυσική]] του [[μορφή]], στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, <i>τἀμφανῆ κρύπτειν</i>, στον ίδ.· <i>ἐμφ. τεκμήρια</i>, ορατές, απτές, φανερές, ολοφάνερες αποδείξεις, στον ίδ.· <i>τὰ ἐμφ. κτήματα</i>, φανερή [[περιουσία]], πραγματική [[ιδιοκτησία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ποιεῖν τι ἐμφανές</i>, κάνω [[κάτι]] δημοσίως, Λατ. in [[propatulo]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἐμφ</i>. αντίθ. προς τὸ [[μέλλον]]</i>, σε Θουκ.· εἰς τοὐμφανὲς [[ἰέναι]], έρχεται [[κάτι]] στο φως, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[φανερός]], [[πραγματικός]], [[ψηλαφητός]], [[απτός]], [[καταφανής]], [[οφθαλμοφανής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[εμφανής]], [[γνωστός]], [[πασίδηλος]], <i>τὰ ἐμφανῆ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-νῶς</i>, Ιων. -[[νέως]], [[φανερά]], ανοιχτά, Λατ. [[palam]], στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ανοιχτά, δηλ. όχι [[κρυφά]] ή δόλια, ύπουλα, σε Σοφ.· <i>οὐ λόγοις</i>, ἀλλ' [[ἐμφανῶς]], [[αλλά]] πραγματικά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως και ως ουδ. επίθ., <i>ἐξ ἐμφανέος</i> ή <i>ἐκ τοῦ ἐμφ</i>., σε Ηρόδ.· <i>ἐν τῷ ἐμφανεῖ</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐμφᾰνής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αντανακλά τον εαυτό του, που καθρεφτίζει ([[είδωλο]]), λέγεται για καθρέφτες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ορατός]] στο [[μάτι]], [[φανερός]], [[ιδίως]] λέγεται για τους θεούς που εμφανίζονται με υλική [[υπόσταση]] στους θνητούς, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐμφανῆ τινα [[ἰδεῖν]], τον [[βλέπω]] με τη [[φυσική]] του [[μορφή]], στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, <i>τἀμφανῆ κρύπτειν</i>, στον ίδ.· <i>ἐμφ. τεκμήρια</i>, ορατές, απτές, φανερές, ολοφάνερες αποδείξεις, στον ίδ.· <i>τὰ ἐμφ. κτήματα</i>, φανερή [[περιουσία]], πραγματική [[ιδιοκτησία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ποιεῖν τι ἐμφανές</i>, κάνω [[κάτι]] δημοσίως, Λατ. in [[propatulo]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἐμφ</i>. αντίθ. προς τὸ [[μέλλον]]</i>, σε Θουκ.· εἰς τοὐμφανὲς [[ἰέναι]], έρχεται [[κάτι]] στο φως, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[φανερός]], [[πραγματικός]], [[ψηλαφητός]], [[απτός]], [[καταφανής]], [[οφθαλμοφανής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[εμφανής]], [[γνωστός]], [[πασίδηλος]], <i>τὰ ἐμφανῆ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-νῶς</i>, Ιων. -[[νέως]], [[φανερά]], ανοιχτά, Λατ. [[palam]], στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ανοιχτά, δηλ. όχι [[κρυφά]] ή δόλια, ύπουλα, σε Σοφ.· <i>οὐ λόγοις</i>, ἀλλ' [[ἐμφανῶς]], [[αλλά]] πραγματικά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως και ως ουδ. επίθ., <i>ἐξ ἐμφανέος</i> ή <i>ἐκ τοῦ ἐμφ</i>., σε Ηρόδ.· <i>ἐν τῷ ἐμφανεῖ</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφᾰνής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[явный]], [[зримый]], [[видимый]], [[очевидный]] (τινι Eur., Arph.; ποιεῖν ἐμφανῆ τὰ ἀποκεκρυμμένα Arst.): ἕδ᾽ ἐ. Eur. вот он налицо; ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα Dem. представить неопровержимые доказательства; εἰς τοὐμφανὲς [[ἰέναι]] Xen. становиться очевидным, [[обнаруживаться]]; [[οὐδαμοῦ]] τιμαῖς [[Ἀπόλλων]] ἐ. Soph. нигде не видно, чтобы воздавались почести Аполлону;<br /><b class="num">2)</b> [[действительный]], [[подлинный]], [[бесспорный]] ([[τέκμαρ]] Aesch. и τεκμήρια Soph.; [[κτήμα]]τα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[открытый]], [[прямой]], [[ясный]] ([[λόγος]] Thuc.): ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς Xen., ἐμφανέος Her. и ἐν τῷ ἐμφανεῖ Thuc., Xen. [[явно]], [[открыто]]; βίᾳ ἐμφανεῖ Thuc. [[путем прямого насилия]];<br /><b class="num">4)</b> (обще) [[известный]] (τὰ κερυχθέντα Soph.): τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαίρεσθαι Her. [[умозаключать от известного к неизвестному]];<br /><b class="num">5)</b> [[известный]], [[выдающийся]] (ἀνὴρ ἐ. [[Αἰγύπτιος]] Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj