Anonymous

ἐπεισαγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d’importation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d’importation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ввозимый]], [[привозной]] ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;<br /><b class="num">2)</b> [[поступающий извне]] ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[иноземный]], [[чужой]] ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ввозимый]], [[привозной]] ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;<br /><b class="num">2)</b> [[поступающий извне]] ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[иноземный]], [[чужой]] ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον<br />brought in [[besides]] the products of the [[country]]; τὰ ἐπ. [[imported]] [[wares]], Plat.
|mdlsjtxt=ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον<br />brought in [[besides]] the products of the [[country]]; τὰ ἐπ. [[imported]] [[wares]], Plat.
}}
}}