Anonymous

ἐπαύλιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit bien de campagne.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔπαυλις]].
|btext=ου (τό) :<br />petit bien de campagne.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔπαυλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαύλιον:''' ου τό небольшое имение Aeschin., Polyb., Plut., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαύλιον]], το (Α) [[έπαυλις]]<br /><b>1.</b> μικρή [[έπαυλη]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>τὰ ἐπαύλια</i> ή ἡ [[ἐπαυλία]]<br />α) η επόμενη [[ημέρα]] του γάμου<br />β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη [[ημέρα]] του γάμου.
|mltxt=[[ἐπαύλιον]], το (Α) [[έπαυλις]]<br /><b>1.</b> μικρή [[έπαυλη]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>τὰ ἐπαύλια</i> ή ἡ [[ἐπαυλία]]<br />α) η επόμενη [[ημέρα]] του γάμου<br />β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη [[ημέρα]] του γάμου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαύλιον:''' ου τό небольшое имение Aeschin., Polyb., Plut., Anth.
}}
}}