Anonymous

ἐπικρατής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. Cp.</i> [[ἐπικρατέστερος]];<br />qui l'emporte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κράτος]].
|btext=<i>seul. Cp.</i> [[ἐπικρατέστερος]];<br />qui l'emporte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κράτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικρᾰτής:''' (только compar.) сильный, мощный, победоносный: ἐπικρατέστερον τῇ μάχῃ γίγνεσθαι Thuc. побеждать в сражении; κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον Diod. победоносно.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), αυτός που επικρατεί, [[κύριος]] πράγματος· μόνο στον συγκρ., <i>ἐπικρατέτερος</i>, [[ανώτερος]], [[υπέρτερος]], σε Θουκ.· επίρρ., [[ἐπικρατέως]], με ακαταμάχητη [[δύναμη]], [[παράφορα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''ἐπικρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), αυτός που επικρατεί, [[κύριος]] πράγματος· μόνο στον συγκρ., <i>ἐπικρατέτερος</i>, [[ανώτερος]], [[υπέρτερος]], σε Θουκ.· επίρρ., [[ἐπικρατέως]], με ακαταμάχητη [[δύναμη]], [[παράφορα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικρᾰτής:''' (только compar.) сильный, мощный, победоносный: ἐπικρατέστερον τῇ μάχῃ γίγνεσθαι Thuc. побеждать в сражении; κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον Diod. победоносно.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj