Anonymous

ἐπερωτάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> aller interroger un oracle, acc.;<br /><b>2</b> interroger <i>en gén.</i> ; τινα [[περί]] τινος qqn sur qch, τινά [[τι]] demander qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρωτάω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> aller interroger un oracle, acc.;<br /><b>2</b> interroger <i>en gén.</i> ; τινα [[περί]] τινος qqn sur qch, τινά [[τι]] demander qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρωτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπερωτάω:''' ион. [[ἐπειρωτάω]] и ἐπειρωτέω<br /><b class="num">1)</b> [[вопрошать]] (τὰ χρηστήρια Her.; τὸν θεόν Thuc., Arst.; θυσίαις καὶ οἰωνοῖς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[спрашивать]] (τι Her., Plat., τινά τι Her., Aeschin., Plut. и τινα περί τινος Her., Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[обращаться с запросом]], [[запрашивать]] (τὸν δῆμον Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[приступать с просьбой]], [[просить]] (τινα ποιεῖν τι NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπερωτάω:''' Ιων. ἐπειρ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ρωτώ]], [[ανακρίνω]], συμβουλεύομαι, <i>τὸν θεόν</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τινὰ [[περί]] τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., ανακρίνομαι, ρωτώμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ζητώ [[κάτι]] ή [[ρωτώ]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἐπ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον</i>, στον ίδ.· απόλ., [[θέτω]] [[ερώτηση]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἐπερωτάω:''' Ιων. ἐπειρ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ρωτώ]], [[ανακρίνω]], συμβουλεύομαι, <i>τὸν θεόν</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τινὰ [[περί]] τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., ανακρίνομαι, ρωτώμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ζητώ [[κάτι]] ή [[ρωτώ]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἐπ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον</i>, στον ίδ.· απόλ., [[θέτω]] [[ερώτηση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπερωτάω:''' ион. [[ἐπειρωτάω]] и ἐπειρωτέω<br /><b class="num">1)</b> [[вопрошать]] (τὰ χρηστήρια Her.; τὸν θεόν Thuc., Arst.; θυσίαις καὶ οἰωνοῖς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[спрашивать]] (τι Her., Plat., τινά τι Her., Aeschin., Plut. и τινα περί τινος Her., Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[обращаться с запросом]], [[запрашивать]] (τὸν δῆμον Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[приступать с просьбой]], [[просить]] (τινα ποιεῖν τι NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj