Anonymous

ἐπιλήθω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπιλήσω, <i>ao.</i> ἐπέλησα, <i>pf.</i> ἐπιλέληθα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐπελήσθην;<br /><b>1</b> <i>tr. (aux prés., fut. et ao.)</i> faire oublier : ἐπ. ἁπάντων OD amener l'oubli de toutes choses;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf.)</i> oublier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιλανθάνομαι <i>ou</i> ἐπιλήθομαι (<i>f.</i> ἐπιλήσομαι, <i>ao.2</i> ἐπελαθόμην, <i>pf.</i> ἐπιλέλησμαι) oublier, omettre : τινος qch ; γονέων ἐπ. SOPH oublier ses parents ; <i>avec</i> acc. : ἐπ. [[τι]] oublier qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λήθη]].
|btext=<i>f.</i> ἐπιλήσω, <i>ao.</i> ἐπέλησα, <i>pf.</i> ἐπιλέληθα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐπελήσθην;<br /><b>1</b> <i>tr. (aux prés., fut. et ao.)</i> faire oublier : ἐπ. ἁπάντων OD amener l'oubli de toutes choses;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf.)</i> oublier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιλανθάνομαι <i>ou</i> ἐπιλήθομαι (<i>f.</i> ἐπιλήσομαι, <i>ao.2</i> ἐπελαθόμην, <i>pf.</i> ἐπιλέλησμαι) oublier, omettre : τινος qch ; γονέων ἐπ. SOPH oublier ses parents ; <i>avec</i> acc. : ἐπ. [[τι]] oublier qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λήθη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλήθω:''' эп.-ион. = *[[ἐπιλανθάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλήθω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προξενώ]] [[λήθη]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι, μτχ. παρακ. <i>ἐπιλελησμένος</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>ἐπι-λήθομαι</i> και <i>-λανθάνομαι</i>, μέλ. -[[λήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-ελᾰθόμην</i>, με Ενεργ. παρακ. -[[λέληθα]] και Παθ. -[[λέλησμαι]], υπερσ. <i>-ελελήσμην</i>· [[αφήνω]] [[κάτι]] να μου διαφύγει, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]], με γεν., [[ὅπως]] Ἰθάκης [[ἐπιλήσεται]] (Επικ. αντί <i>-ηται</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεχνώ]] συνειδητά, [[λησμονώ]] ηθελημένα, <i>ἑκὼν ἐπιλήθομαι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπιλήθω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προξενώ]] [[λήθη]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι, μτχ. παρακ. <i>ἐπιλελησμένος</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>ἐπι-λήθομαι</i> και <i>-λανθάνομαι</i>, μέλ. -[[λήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-ελᾰθόμην</i>, με Ενεργ. παρακ. -[[λέληθα]] και Παθ. -[[λέλησμαι]], υπερσ. <i>-ελελήσμην</i>· [[αφήνω]] [[κάτι]] να μου διαφύγει, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]], με γεν., [[ὅπως]] Ἰθάκης [[ἐπιλήσεται]] (Επικ. αντί <i>-ηται</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεχνώ]] συνειδητά, [[λησμονώ]] ηθελημένα, <i>ἑκὼν ἐπιλήθομαι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλήθω:''' эп.-ион. = *[[ἐπιλανθάνω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω [[note]] also the [[form]] [[ἐπιλανθάνομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[cause]] to [[forget]] a [[thing]], c. gen., Od.: —Pass. to be forgotten, perf. [[part]]. ἐπιλελησμένος NTest.<br /><b class="num">II.</b> Mid. ἐπι-λήθομαι and -λανθάνομαι, fut. -[[λήσομαι]]; aor2 -ελᾰθόμην; with perf. act. -[[λέληθα]] and [[pass]]. -[[λέλησμαι]]; plup. -ελελήσμην;— to let a [[thing]] [[escape]] one, to [[forget]], [[lose]] [[thought]] of, c. gen., [[ὅπως]] Ἰθάκης [[ἐπιλήσεται]] (epic for -ηταἰ Od.; so Hdt., [[attic]]:—also c. acc., Hdt., Eur., etc.:—c. inf., Ar., Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[forget]] [[wilfully]], ἑκὼν ἐπιλήθομαι Hdt.
|mdlsjtxt=fut. σω [[note]] also the [[form]] [[ἐπιλανθάνομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[cause]] to [[forget]] a [[thing]], c. gen., Od.: —Pass. to be forgotten, perf. [[part]]. ἐπιλελησμένος NTest.<br /><b class="num">II.</b> Mid. ἐπι-λήθομαι and -λανθάνομαι, fut. -[[λήσομαι]]; aor2 -ελᾰθόμην; with perf. act. -[[λέληθα]] and [[pass]]. -[[λέλησμαι]]; plup. -ελελήσμην;— to let a [[thing]] [[escape]] one, to [[forget]], [[lose]] [[thought]] of, c. gen., [[ὅπως]] Ἰθάκης [[ἐπιλήσεται]] (epic for -ηταἰ Od.; so Hdt., [[attic]]:—also c. acc., Hdt., Eur., etc.:—c. inf., Ar., Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[forget]] [[wilfully]], ἑκὼν ἐπιλήθομαι Hdt.
}}
}}