Anonymous

ἐπιτροπικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] ή, όν, den Vormund, die Vormundschaft betreffend, νόμοι Plat. Legg. XI, 927 e; [[λόγος]] D. Hal. iud. de Lys. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] ή, όν, den Vormund, die Vormundschaft betreffend, νόμοι Plat. Legg. XI, 927 e; [[λόγος]] D. Hal. iud. de Lys. 20.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτροπικός:''' [[касающийся опекунства]], [[регулирующий опеку]] (νόμοι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιτροπικός]], -ή, -όν) [[επίτροπος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ ἐπιτροπική</i>, <i>τὸ ἐπιτροπικόν</i><br />α) η [[δικαιοδοσία]], η [[εξουσία]] του επιτρόπου, [[εξουσιοδότηση]], [[πληρεξουσιότητα]]<br />β) το [[έγγραφο]] με το οποίο διορίζεται [[κάποιος]] [[επίτροπος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίτροπο ή στην [[εξουσία]] του («ἐπιτροπικούς τινας νόμους... τιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτελεί καθήκοντα επιτρόπου (procurator). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτροπικώς</i><br />με [[επιτροπεία]], με [[εντολή]], με [[εξουσιοδότηση]], με επιτροπική [[εξουσία]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιτροπικός]], -ή, -όν) [[επίτροπος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ ἐπιτροπική</i>, <i>τὸ ἐπιτροπικόν</i><br />α) η [[δικαιοδοσία]], η [[εξουσία]] του επιτρόπου, [[εξουσιοδότηση]], [[πληρεξουσιότητα]]<br />β) το [[έγγραφο]] με το οποίο διορίζεται [[κάποιος]] [[επίτροπος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίτροπο ή στην [[εξουσία]] του («ἐπιτροπικούς τινας νόμους... τιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτελεί καθήκοντα επιτρόπου (procurator). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτροπικώς</i><br />με [[επιτροπεία]], με [[εντολή]], με [[εξουσιοδότηση]], με επιτροπική [[εξουσία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτροπικός:''' [[касающийся опекунства]], [[регулирующий опеку]] (νόμοι Plat.).
}}
}}