3,258,334
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] ή, όν, zum Erreichen seiner Absicht geschickt, zum Erlangen geeignet, glücklich, [[ζῆλος]] Pol. 10, 25, 7; [[χώρα]] ἐπιτευκτικωτάτη, günstigste, Pol. 2, 29, 2. – Akt. erreichend, treffend, τινός, D. Hal. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] ή, όν, zum Erreichen seiner Absicht geschickt, zum Erlangen geeignet, glücklich, [[ζῆλος]] Pol. 10, 25, 7; [[χώρα]] ἐπιτευκτικωτάτη, günstigste, Pol. 2, 29, 2. – Akt. erreichend, treffend, τινός, D. Hal. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτευκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный достичь]], [[могущий выполнить]] ([[ἕξις]] τῶν βελτίστων ἐ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[достигающий цели]], [[преуспевающий]] ([[ζῆλος]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[доступный]], [[удобопроходимый]], [[благоприятный]] ([[χώρα]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[επιτευκτός]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ [[εὐβουλία]] [[ἕξις]]... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῖς πρακτοῖς βελτίστων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[επιτυχής]], [[αποτελεσματικός]] («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν ἐμβιβάσας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ιδίως]] για [[άμυνα]], [[ασφαλής]] («τὴν ἐπισφαλεστάτην εἴχον χώραν... ἢ [[τοὐναντίον]] τὴν ἐπιτευκτικωτάτην», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτευκτικόν</i><br />το [[θέλγητρο]] για την [[εξασφάλιση]] επιτυχίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτευκτικῶς</i> (Α)<br />με [[επιτηδειότητα]], εύστοχα. | |mltxt=[[ἐπιτευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[επιτευκτός]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ [[εὐβουλία]] [[ἕξις]]... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῖς πρακτοῖς βελτίστων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[επιτυχής]], [[αποτελεσματικός]] («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν ἐμβιβάσας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ιδίως]] για [[άμυνα]], [[ασφαλής]] («τὴν ἐπισφαλεστάτην εἴχον χώραν... ἢ [[τοὐναντίον]] τὴν ἐπιτευκτικωτάτην», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτευκτικόν</i><br />το [[θέλγητρο]] για την [[εξασφάλιση]] επιτυχίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτευκτικῶς</i> (Α)<br />με [[επιτηδειότητα]], εύστοχα. | ||
}} | }} |