3,277,700
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> haï : τινι de qqn;<br /><b>2</b> haïssable, odieux ; blâmable : [[πενία]] [[ἥκιστα]] [[ἐπίφθονος]] XÉN la pauvreté n’a rien de blâmable;<br /><b>3</b> exposé à l'envie;<br /><b>II.</b> envieux : τινι jaloux de qqn, qui a de mauvais entiments pour qqn ; τὸ ἐπίφθονον THC l'envie;<br /><i>Cp.</i> ἐπιφθονώτερος, <i>Sp.</i> ἐπιφθονώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φθόνος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> haï : τινι de qqn;<br /><b>2</b> haïssable, odieux ; blâmable : [[πενία]] [[ἥκιστα]] [[ἐπίφθονος]] XÉN la pauvreté n’a rien de blâmable;<br /><b>3</b> exposé à l'envie;<br /><b>II.</b> envieux : τινι jaloux de qqn, qui a de mauvais entiments pour qqn ; τὸ ἐπίφθονον THC l'envie;<br /><i>Cp.</i> ἐπιφθονώτερος, <i>Sp.</i> ἐπιφθονώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φθόνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίφθονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[возбуждающий ненависть]], [[ненавистный]]: ἐ. πρός τινος Her. и ἐ. τινι Plat. ненавистный кому-л.; εἴ τῳ [[θεῶν]] ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν Thuc. если мы повели (эту) войну вопреки воле кого-л. из богов;<br /><b class="num">2)</b> [[невыносимый]], [[неприятный]] (λόγοι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[достойный порицания]], [[плохой]] ([[αἰτία]] Plut.): [[οὐδέν]] ἐστ᾽ [[ἐπίφθονον]] Arph. (в этом) нет ничего дурного;<br /><b class="num">4)</b> [[питающий ненависть]], [[ненавидящий]], [[враждебный]] (τινι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίφθονος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> υποκείμενος σε φθόνο ή ζήλια, [[σχετικός]] με τη ζήλια, [[απεχθής]], [[αηδιαστικός]], [[μισητός]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐπίφθονόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι απεχθές, είναι αξιομίσητο, σε Ηρόδ., σε Αριστοφ.· <i>τὸ ἐπίφθονον</i>, [[ζηλοφθονία]], [[μίσος]], [[φθόνος]], [[αντιπάθεια]], [[απέχθεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που κρατά [[κακία]] [[έναντι]], <i>τινι</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., [[επιζήμιος]], [[επιβλαβής]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[ἐπιφθόνως]] διακεῖσθαί τινι, υποκείμενος στην [[έχθρα]] κάποιου, σε Θουκ.· [[ἐπιφθόνως]] ἔχεινπρός τινα, σε Ξεν.· <i>ἐπ. διαπράξασθαί τι</i>, με απεχθή τρόπο, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπίφθονος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> υποκείμενος σε φθόνο ή ζήλια, [[σχετικός]] με τη ζήλια, [[απεχθής]], [[αηδιαστικός]], [[μισητός]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐπίφθονόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι απεχθές, είναι αξιομίσητο, σε Ηρόδ., σε Αριστοφ.· <i>τὸ ἐπίφθονον</i>, [[ζηλοφθονία]], [[μίσος]], [[φθόνος]], [[αντιπάθεια]], [[απέχθεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που κρατά [[κακία]] [[έναντι]], <i>τινι</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., [[επιζήμιος]], [[επιβλαβής]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[ἐπιφθόνως]] διακεῖσθαί τινι, υποκείμενος στην [[έχθρα]] κάποιου, σε Θουκ.· [[ἐπιφθόνως]] ἔχεινπρός τινα, σε Ξεν.· <i>ἐπ. διαπράξασθαί τι</i>, με απεχθή τρόπο, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |