Anonymous

ἐπιψαύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=toucher à la surface, toucher légèrement, effleurer, gén. : <i>fig.</i> ἐπ. τινός effleurer un sujet ; ὅστ’ [[ὀλίγον]] περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν OD celui qui ne fait qu’effleurer légèrement la sagesse, <i>càd</i> qui n’a que peu de sagesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ψαύω]].
|btext=toucher à la surface, toucher légèrement, effleurer, gén. : <i>fig.</i> ἐπ. τινός effleurer un sujet ; ὅστ’ [[ὀλίγον]] περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν OD celui qui ne fait qu’effleurer légèrement la sagesse, <i>càd</i> qui n’a que peu de sagesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ψαύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιψαύω:'''<br /><b class="num">1)</b> (при)касаться, дотрагиваться (σάκεος ποσίν Hes.; [[κώπης]] Soph.; τῶν ἄρθρων τῇ χειρί Her.; τῆς ὑπήνης ταῖν [[χεροῖν]] Plut.): γῆς ἐ. Soph. соприкоснуться с землей, т. е. достичь земли (о потерпевших кораблекрушение); ὅστ᾽ [[ὀλίγον]] περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν Hom. кто хоть немного одарен здравым смыслом; [[ὀλίγον]] ἐπιψαῦσαι ([[varia lectio|v.l.]] ἐπιμύειν) τὸν [[ὕπνον]] Theocr. чуть вздремнуть;<br /><b class="num">2)</b> (в речи), [[касаться]], [[затрагивать]], (πρήγματός τινος Her.; [[κεφαλαιωδῶς]] ἑκάστων Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιψαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αγγίζω]] την [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφώ]], [[πασπατεύω]], με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· κἂν [[ὀλίγον]] νυκτός τις ἐπιψαύσῃσι, δηλ. αν [[κάποιος]] κοιμηθεί [[έστω]] και λίγο, σε Θεόκρ.· μεταφ., [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] [[κάτι]], Λατ. [[strictim]] attingere, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., ὅστ' [[ὀλίγον]] περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν, αυτός που μπορεί να προχωρήσει λίγο χρησιμοποιώντας την αντίληψή του, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπιψαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αγγίζω]] την [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφώ]], [[πασπατεύω]], με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· κἂν [[ὀλίγον]] νυκτός τις ἐπιψαύσῃσι, δηλ. αν [[κάποιος]] κοιμηθεί [[έστω]] και λίγο, σε Θεόκρ.· μεταφ., [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] [[κάτι]], Λατ. [[strictim]] attingere, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., ὅστ' [[ὀλίγον]] περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν, αυτός που μπορεί να προχωρήσει λίγο χρησιμοποιώντας την αντίληψή του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιψαύω:'''<br /><b class="num">1)</b> (при)касаться, дотрагиваться (σάκεος ποσίν Hes.; [[κώπης]] Soph.; τῶν ἄρθρων τῇ χειρί Her.; τῆς ὑπήνης ταῖν [[χεροῖν]] Plut.): γῆς ἐ. Soph. соприкоснуться с землей, т. е. достичь земли (о потерпевших кораблекрушение); ὅστ᾽ [[ὀλίγον]] περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν Hom. кто хоть немного одарен здравым смыслом; [[ὀλίγον]] ἐπιψαῦσαι ([[varia lectio|v.l.]] ἐπιμύειν) τὸν [[ὕπνον]] Theocr. чуть вздремнуть;<br /><b class="num">2)</b> (в речи), [[касаться]], [[затрагивать]], (πρήγματός τινος Her.; [[κεφαλαιωδῶς]] ἑκάστων Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj