3,277,759
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />robuste. fort, solide;<br /><i>Cp.</i> ἐρρωμενέστερος, <i>Sp.</i> ἐρρωμενέστατος.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ῥώννυμι]]. | |btext=η, ον :<br />robuste. fort, solide;<br /><i>Cp.</i> ἐρρωμενέστερος, <i>Sp.</i> ἐρρωμενέστατος.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ῥώννυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρρωμένος:''' (part. pf. pass. к [[ῥώννυμι]])<br /><b class="num">1)</b> [[крепкий]], [[сильный]], [[мощный]] ([[δύναμις]] Plat.; [[τράχηλος]], [[φωνή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[решительный]], [[энергичный]] (ἄνθρωποι Plat.): ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Xen. с большей решимостью;<br /><b class="num">3)</b> [[ожесточенный]] ([[τειχομαχίη]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρρωμένος:''' -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του [[ῥώννυμι]], χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] σωματική [[κατάσταση]], [[δυνατός]], [[σφριγηλός]], [[ρωμαλέος]], [[εύρωστος]], αντίθ. προς το [[ἄρρωστος]], σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., <i>ἐρρωμενέστερος</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. <i>-έστατος</i>, σε Πλάτ.· επίρρ. [[ἐρρωμένως]], με [[αποφασιστικότητα]], ανδροπρεπώς, έντονα, με [[θράσος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐρρωμένος:''' -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του [[ῥώννυμι]], χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] σωματική [[κατάσταση]], [[δυνατός]], [[σφριγηλός]], [[ρωμαλέος]], [[εύρωστος]], αντίθ. προς το [[ἄρρωστος]], σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., <i>ἐρρωμενέστερος</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. <i>-έστατος</i>, σε Πλάτ.· επίρρ. [[ἐρρωμένως]], με [[αποφασιστικότητα]], ανδροπρεπώς, έντονα, με [[θράσος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |