Anonymous

ἑανός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />qui habille bien ; beau, brillant.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝεσανός, de la R. Ϝες, vêtir ; cf. [[ἕννυμι]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />robe riche de femme.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἑανός]]¹.
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />qui habille bien ; beau, brillant.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝεσανός, de la R. Ϝες, vêtir ; cf. [[ἕννυμι]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />robe riche de femme.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἑανός]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑᾱνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[облегающий]], [[мягкий]] ([[πέπλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[гибкий]] или [[гнутый]], [[изогнутый]] (κνημῖδες ἑανοῦ κασσιτέροιο Hom.).<br /><b class="num">[[ἑανός|ἑᾰνός]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ (женская) одежда, платье Hom., HH.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑᾱνός:''' -ή, -όν ([[ἕννυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι κατάλλληλος να φορεθεί, ἑανῷ [[λιτί]], με [[λεπτό]] ύφασμα ιδανικό να φορεθεί, δηλ. κομψό και [[λευκό]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πέπλος]] ἑᾱνός, [[λεπτό]], διαφανές [[βέλο]], στο ίδ.· <i>ἑανοῦ κασσιτέροιο</i>, [[κασσίτερος]] σφυρηλατημένος ώστε να είναι [[κατάλληλος]] να φορεθεί, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ἑᾰνός, <i>ὁ</i>, [[λεπτό]] πέπλο, κατάλληλο για να το φορούν θεές και γυναίκες ευγενείς, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἑᾱνός:''' -ή, -όν ([[ἕννυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι κατάλλληλος να φορεθεί, ἑανῷ [[λιτί]], με [[λεπτό]] ύφασμα ιδανικό να φορεθεί, δηλ. κομψό και [[λευκό]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πέπλος]] ἑᾱνός, [[λεπτό]], διαφανές [[βέλο]], στο ίδ.· <i>ἑανοῦ κασσιτέροιο</i>, [[κασσίτερος]] σφυρηλατημένος ώστε να είναι [[κατάλληλος]] να φορεθεί, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ἑᾰνός, <i>ὁ</i>, [[λεπτό]] πέπλο, κατάλληλο για να το φορούν θεές και γυναίκες ευγενείς, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑᾱνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[облегающий]], [[мягкий]] ([[πέπλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[гибкий]] или [[гнутый]], [[изогнутый]] (κνημῖδες ἑανοῦ κασσιτέροιο Hom.).<br /><b class="num">[[ἑανός|ἑᾰνός]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ (женская) одежда, платье Hom., HH.
}}
}}
{{etym
{{etym