Anonymous

ἔνυπνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>poét. c.</i> [[ἐνύπνιος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>poét. c.</i> [[ἐνύπνιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνυπνος:''' Aesch., Plut. = [[ἐνύπνιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνυπνος]], -ον (Α)<br />[[ενύπνιος]], αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἔνυπνος]], -ον (Α)<br />[[ενύπνιος]], αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνυπνος:''' Aesch., Plut. = [[ἐνύπνιος]].
}}
}}