Anonymous

ἔτυμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> vrai, réel, véritable : ψεύδεα λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα OD dire des mensonges semblables à des vérités ; ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρεῶ ; IL mentirai-je ou dirai-je la vérité ? <i>adv.</i> • ἔτυμον, réellement, véritablement;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ ἔτυμον vrai sens, sens étymologique d’un mot.<br />'''Étymologie:''' [[ἐτεός]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> vrai, réel, véritable : ψεύδεα λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα OD dire des mensonges semblables à des vérités ; ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρεῶ ; IL mentirai-je ou dirai-je la vérité ? <i>adv.</i> • ἔτυμον, réellement, véritablement;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ ἔτυμον vrai sens, sens étymologique d’un mot.<br />'''Étymologie:''' [[ἐτεός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔτυμος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> [[истинный]], [[правильный]], [[верный]] ([[λόγος]] Pind.; [[ἄγγελος]] Aesch.; [[φήμη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[правдивый]], [[действительный]] ([[τέχνη]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔτῠμος:''' -ον, όπως τα <i>ἐτέος</i>, [[ἐτήτυμος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αληθής]], [[πραγματικός]], [[βέβαιος]], [[αληθινός]], [[γνήσιος]], ψεύσομαι ἢ ἔτυμον [[ἐρέω]]; να πω ψέματα ή να πω την [[αλήθεια]]; σε Όμηρ.· <i>οἵῥ'</i>, <i>ἔτυμα κραίνουσι</i>, αυτά (τα όνειρα) έχουν αληθινή [[έκβαση]], σε Ομήρ. Οδ.· ἔτ. [[ἄγγελος]], [[φήμη]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ουδ. <i>ἔτυμον</i>, ως επίρρ., όπως το <i>ἐτεόν</i>, αληθώς, όντως, [[πράγματι]], σε Όμηρ.· επίσης, στον πληθ. <i>ἔτυμα</i>, σε Ανθ.· ομαλ. επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἔτῠμος:''' -ον, όπως τα <i>ἐτέος</i>, [[ἐτήτυμος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αληθής]], [[πραγματικός]], [[βέβαιος]], [[αληθινός]], [[γνήσιος]], ψεύσομαι ἢ ἔτυμον [[ἐρέω]]; να πω ψέματα ή να πω την [[αλήθεια]]; σε Όμηρ.· <i>οἵῥ'</i>, <i>ἔτυμα κραίνουσι</i>, αυτά (τα όνειρα) έχουν αληθινή [[έκβαση]], σε Ομήρ. Οδ.· ἔτ. [[ἄγγελος]], [[φήμη]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ουδ. <i>ἔτυμον</i>, ως επίρρ., όπως το <i>ἐτεόν</i>, αληθώς, όντως, [[πράγματι]], σε Όμηρ.· επίσης, στον πληθ. <i>ἔτυμα</i>, σε Ανθ.· ομαλ. επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔτυμος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> [[истинный]], [[правильный]], [[верный]] ([[λόγος]] Pind.; [[ἄγγελος]] Aesch.; [[φήμη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[правдивый]], [[действительный]] ([[τέχνη]] Plat.).
}}
}}
{{etym
{{etym