Anonymous

ἠρινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />du printemps.<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἐαρινός]].
|btext=ή, όν :<br />du printemps.<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἐαρινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠρῐνός:''' [стяж. к [[ἐαρινός]] весенний Pind., Eur., Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠρῐνός:''' -ή, -όν (ἦρ), = [[ἐαρινός]], αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην [[άνοιξη]], σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την [[άνοιξη]], [[ὅταν]] ἠρινά... φωνῇ [[χελιδών]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἠρῐνός:''' -ή, -όν (ἦρ), = [[ἐαρινός]], αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην [[άνοιξη]], σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την [[άνοιξη]], [[ὅταν]] ἠρινά... φωνῇ [[χελιδών]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠρῐνός:''' [стяж. к [[ἐαρινός]] весенний Pind., Eur., Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj