Anonymous

ἡλιοστερής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui protège contre le soleil (<i>propr.</i> qui prive du soleil).<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[στερέω]].
|btext=ής, ές :<br />qui protège contre le soleil (<i>propr.</i> qui prive du soleil).<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[στερέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιοστερής:''' [[защищающий от солнца]] ([[κυνῆ]] [[Θεσσαλίς]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡλιοστερής:''' -ές ([[στερέω]]), αυτός που αποστερεί τον ήλιο, που προστατεύει από τον ήλιο, δηλ. αυτός που σκιάζει, επίθ. του θεσσαλικού καπέλου, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἡλιοστερής:''' -ές ([[στερέω]]), αυτός που αποστερεί τον ήλιο, που προστατεύει από τον ήλιο, δηλ. αυτός που σκιάζει, επίθ. του θεσσαλικού καπέλου, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιοστερής:''' [[защищающий от солнца]] ([[κυνῆ]] [[Θεσσαλίς]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡλιο-στερής, ές [[στερέω]]<br />depriving of sun, i. e. [[shading]] from the sun, Soph.
|mdlsjtxt=ἡλιο-στερής, ές [[στερέω]]<br />depriving of sun, i. e. [[shading]] from the sun, Soph.
}}
}}