Anonymous

ἡσύχιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />paisible, calme, tranquille ; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης THC le calme de la paix.<br />'''Étymologie:''' [[ἥσυχος]].
|btext=ος, ον :<br />paisible, calme, tranquille ; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης THC le calme de la paix.<br />'''Étymologie:''' [[ἥσυχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡσύχιος:''' дор. ἁσύχιος 2 (ᾱσῠ) спокойный, мирный, тихий ([[εἰράνα]] Pind.; [[βίος]] Plat., NT; [[ἦθος]] Plat., Arst.): ἡσύχιόν μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Hom. (Аполлон) вывел его (Агенора) с миром из боя; τρόπου ἡσυχίου εἶναι Her. обладать спокойным характером.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡσύχιος:''' [ῠ], Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = [[ἥσυχος]], [[ήσυχος]], [[ήρεμος]], [[πράος]], [[γαλήνιος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, στον πεζό λόγο, <i>τρόπου ἡσυχίου</i>, με ήσυχη [[διάθεση]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης</i>, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἡσύχιος:''' [ῠ], Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = [[ἥσυχος]], [[ήσυχος]], [[ήρεμος]], [[πράος]], [[γαλήνιος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, στον πεζό λόγο, <i>τρόπου ἡσυχίου</i>, με ήσυχη [[διάθεση]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης</i>, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡσύχιος:''' дор. ἁσύχιος 2 (ᾱσῠ) спокойный, мирный, тихий ([[εἰράνα]] Pind.; [[βίος]] Plat., NT; [[ἦθος]] Plat., Arst.): ἡσύχιόν μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Hom. (Аполлон) вывел его (Агенора) с миром из боя; τρόπου ἡσυχίου εἶναι Her. обладать спокойным характером.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj