3,258,334
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc.</i><br /><b>I.</b> poumon;<br /><b>II.</b> cœur :<br /><b>1</b> <i>comme siège de la vie</i>;<br /><b>2</b> cœur, <i>siège des sentiments, des désirs</i>;<br /><b>3</b> cœur, <i>siège de l'intelligence</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. mha ader « veine, nerf ».<br /><i><b>Par.</b></i> [[θυμός]]. | |btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc.</i><br /><b>I.</b> poumon;<br /><b>II.</b> cœur :<br /><b>1</b> <i>comme siège de la vie</i>;<br /><b>2</b> cœur, <i>siège des sentiments, des désirs</i>;<br /><b>3</b> cœur, <i>siège de l'intelligence</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. mha ader « veine, nerf ».<br /><i><b>Par.</b></i> [[θυμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἦτορ:''' ορος τό преимущ. indecl.<br /><b class="num">1)</b> [[сердце]]: ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦ. Hom. у меня самой (Андромахи) в груди сердце рвется наружу;<br /><b class="num">2)</b> душа, дух, перен. жизнь: [[ἐπεὶ]] ἦ. ἀπηύρα Hom. после того как (Ахилл) отнял жизнь (у Гектора); [[κατεπλήγη]] ἦ. Hom. (Парис) пал духом (оробел);<br /><b class="num">3)</b> [[сила]], [[бодрость]]: οἳ παρὰ νηυσὶ ἀνέψυχον ἦ. Hom. (ахейцы), которые (сидя) у кораблей освежали (свои) силы;<br /><b class="num">4)</b> [[гнев]], [[ярость]]: ἔν οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦ. Hom. в сердце у него (льва) бушует ярость. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἦτορ]], το (Α)<br />(επικ. και λυρ. [[λέξη]]<br />στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ.<br />η δοτ. ἤτορι μόνο στον <b>Σιμων.</b>)<br /><b>1.</b> η [[καρδιά]] α) ως [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) ως [[έδρα]] της ψυχής, της ζωής, η ζωή («μή πως φίλον [[ἦτορ]] ὀλέσσῃς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) ως [[έδρα]] τών συναισθημάτων, [[κυρίως]] της χαράς, της λύπης, της οργής, της δυσαρεστήσεως («Ἀτρεΐδης δ' ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) γενικώς ως [[έδρα]] τών επιθυμιών και [[κάθε]] εκδήλωσης του ψυχικού ή διανοητικού βίου («κατεπλήγη φίλον [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. θ. σε -<i>r</i> που στην αιολ. διάλεκτο αντιπροσωπεύεται ως -<i>ορ</i> (ή -<i>ρο</i>) ([[πρβλ]]. <i>τέτ</i>-<i>ορ</i>-<i>τος</i> [[αντί]] <i>τέτ</i>-<i>αρ</i>-<i>τος</i>). Η λ. συνδέεται με αρχ. ισλ. <i>œ?r</i> «[[φλέβα]]», αρχ. άνω γερμ. <i>ā</i><i>d</i>(<i>a</i>)<i>ra</i>, μσν. άνω γερμ. <i>ā</i><i>der</i> «[[φλέβα]], [[νεύρο]]», στον πληθ. «έντερα». Η λ. δήλωνε την «[[καρδιά]]» περισσότερο ως [[έδρα]] τών συναισθημάτων [[παρά]] ως όργανο του σώματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ήτρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεγαλήτωρ]], [[φιλήτωρ]]. | |mltxt=[[ἦτορ]], το (Α)<br />(επικ. και λυρ. [[λέξη]]<br />στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ.<br />η δοτ. ἤτορι μόνο στον <b>Σιμων.</b>)<br /><b>1.</b> η [[καρδιά]] α) ως [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) ως [[έδρα]] της ψυχής, της ζωής, η ζωή («μή πως φίλον [[ἦτορ]] ὀλέσσῃς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) ως [[έδρα]] τών συναισθημάτων, [[κυρίως]] της χαράς, της λύπης, της οργής, της δυσαρεστήσεως («Ἀτρεΐδης δ' ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) γενικώς ως [[έδρα]] τών επιθυμιών και [[κάθε]] εκδήλωσης του ψυχικού ή διανοητικού βίου («κατεπλήγη φίλον [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. θ. σε -<i>r</i> που στην αιολ. διάλεκτο αντιπροσωπεύεται ως -<i>ορ</i> (ή -<i>ρο</i>) ([[πρβλ]]. <i>τέτ</i>-<i>ορ</i>-<i>τος</i> [[αντί]] <i>τέτ</i>-<i>αρ</i>-<i>τος</i>). Η λ. συνδέεται με αρχ. ισλ. <i>œ?r</i> «[[φλέβα]]», αρχ. άνω γερμ. <i>ā</i><i>d</i>(<i>a</i>)<i>ra</i>, μσν. άνω γερμ. <i>ā</i><i>der</i> «[[φλέβα]], [[νεύρο]]», στον πληθ. «έντερα». Η λ. δήλωνε την «[[καρδιά]]» περισσότερο ως [[έδρα]] τών συναισθημάτων [[παρά]] ως όργανο του σώματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ήτρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεγαλήτωρ]], [[φιλήτωρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |