3,273,145
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ὁ, das Leben u. bes. die Sprechweise des gemeinen Mannes, Sp., wie Longin. 31 S. Emp. adv. gramm. 67. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ὁ, das Leben u. bes. die Sprechweise des gemeinen Mannes, Sp., wie Longin. 31 S. Emp. adv. gramm. 67. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰδιωτισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[простой образ жизни]], [[жизнь простонародья]] Sext.;<br /><b class="num">2)</b> [[язык простонародья]], [[разговорный язык]], [[просторечие]] Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἰδιωτισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ιδιάζουσα [[φράση]] με ξεχωριστή [[σημασία]] (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] του ιδιώτη<br /><b>2.</b> κοινό λαϊκό [[ιδίωμα]]<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> [[επιχείρημα]] που βγαίνει από την [[κοινή]] [[λογική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>idiotism</i>, γαλλ. <i>idiotisme</i>) τόσο με τη σημ. «ιδιάζουσα [[φράση]], της οποίας η σημ. δεν αντιστοιχεί στις σημασίες τών συστατικών της» όσο και με τη σημ. «[[διαλεκτικός]] τ. ή [[φράση]], [[ιδιωματισμός]]»]. | |mltxt=ο (Α [[ἰδιωτισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ιδιάζουσα [[φράση]] με ξεχωριστή [[σημασία]] (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] του ιδιώτη<br /><b>2.</b> κοινό λαϊκό [[ιδίωμα]]<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> [[επιχείρημα]] που βγαίνει από την [[κοινή]] [[λογική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>idiotism</i>, γαλλ. <i>idiotisme</i>) τόσο με τη σημ. «ιδιάζουσα [[φράση]], της οποίας η σημ. δεν αντιστοιχεί στις σημασίες τών συστατικών της» όσο και με τη σημ. «[[διαλεκτικός]] τ. ή [[φράση]], [[ιδιωματισμός]]»]. | ||
}} | }} |