Anonymous

ἱπποθόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1259.png Seite 1259]] ὁ, Pferdebeschäler, bes. vom Esel, der zum Beschälen von Stuten gebraucht wied, VLL.; ἱππ. [[νόμος]], ein Lied, welches während der Belegung der Stuten gespielt wurde, Plut. praec. conj. i. A., [[μέλος]] τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικόν, vgl. Symp. 7, 5, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1259.png Seite 1259]] ὁ, Pferdebeschäler, bes. vom Esel, der zum Beschälen von Stuten gebraucht wied, VLL.; ἱππ. [[νόμος]], ein Lied, welches während der Belegung der Stuten gespielt wurde, Plut. praec. conj. i. A., [[μέλος]] τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικόν, vgl. Symp. 7, 5, 2.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱπποθόρος:''' [[способствующий случке ослов с кобылицами]], [[случной]] (αὐλητικὸς [[νόμος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποθόρος]], ὁ (Α)<br />([[κυρίως]] για όνο που χρησιμοποιείται για [[παραγωγή]] ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θορός]] «[[σπέρμα]]»), [[πρβλ]]. <i>βου</i>-<i>θόρος</i>. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργητική [[σημασία]], εν αντιθέσει [[προς]] την «αναφορική» [[σημασία]] του προπαροξύτονου [[ιππόθορος]]].<br />ἱππόθορος, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ἱππόθορος [[νόμος]]» — μουσικό [[κομμάτι]] που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό της ορμής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>θόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θορός]] «[[σπέρμα]]»), [[πρβλ]]. [[βούθορος]], [[ένθορος]](<b>βλ.</b> και [[ιπποθόρος]])].
|mltxt=[[ἱπποθόρος]], ὁ (Α)<br />([[κυρίως]] για όνο που χρησιμοποιείται για [[παραγωγή]] ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θορός]] «[[σπέρμα]]»), [[πρβλ]]. <i>βου</i>-<i>θόρος</i>. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργητική [[σημασία]], εν αντιθέσει [[προς]] την «αναφορική» [[σημασία]] του προπαροξύτονου [[ιππόθορος]]].<br />ἱππόθορος, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ἱππόθορος [[νόμος]]» — μουσικό [[κομμάτι]] που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό της ορμής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>θόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θορός]] «[[σπέρμα]]»), [[πρβλ]]. [[βούθορος]], [[ένθορος]](<b>βλ.</b> και [[ιπποθόρος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱπποθόρος:''' [[способствующий случке ослов с кобылицами]], [[случной]] (αὐλητικὸς [[νόμος]] Plut.).
}}
}}