Anonymous

ἴξαλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bondissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκνέομαι]].
|btext=ος, ον :<br />bondissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκνέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴξᾰλος:''' [[скачущий]], [[резвый]] ([[αἴξ]] Hom.; [[τράγος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴξᾰλος:''' -ον, επίθ., που αναφέρεται στο [[αγριοκάτσικο]] (βλ. [[αἴξ]])· αυτό που πηδά, ορμητικό, αυτό που σκιρτά, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἴξᾰλος:''' -ον, επίθ., που αναφέρεται στο [[αγριοκάτσικο]] (βλ. [[αἴξ]])· αυτό που πηδά, ορμητικό, αυτό που σκιρτά, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἴξᾰλος:''' [[скачущий]], [[резвый]] ([[αἴξ]] Hom.; [[τράγος]] Anth.).
}}
}}
{{etym
{{etym