Anonymous

ὀδαξησμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[démangeaison]], [[cuisson]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀδαξάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[démangeaison]], [[cuisson]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀδαξάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδαξησμός:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ὀδαξισμός]] и [[ὀδαξυσμός]] ὁ досл. укус, перен. [[возбуждение]], [[раздражение]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀδαξησμός]] και [[ὀδαξισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ερεθισμός]] του δέρματος ο [[οποίος]] προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε [[διαταραχή]] της λειτουργίας τών νεύρων, [[χωρίς]] να υπάρχει [[εμφανής]] δερματική [[βλάβη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[αισθάνομαι]] κνησμό», [[κατά]] τα ουσ. σε -(<i>ι</i>)<i>σμός</i> από ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ναυαγ</i>-<i>ησμός</i>)].
|mltxt=ο (Α [[ὀδαξησμός]] και [[ὀδαξισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ερεθισμός]] του δέρματος ο [[οποίος]] προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε [[διαταραχή]] της λειτουργίας τών νεύρων, [[χωρίς]] να υπάρχει [[εμφανής]] δερματική [[βλάβη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[αισθάνομαι]] κνησμό», [[κατά]] τα ουσ. σε -(<i>ι</i>)<i>σμός</i> από ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ναυαγ</i>-<i>ησμός</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδαξησμός:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ὀδαξισμός]] и [[ὀδαξυσμός]] ὁ досл. укус, перен. [[возбуждение]], [[раздражение]] Plut.
}}
}}