Anonymous

ἱππομανής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> où s'ébattent les chevaux (prairie);<br /><b>2</b> τὸ ἱππομανές « hippomane » petite excroissance de chair survenant au front des poulains et employée dans les philtres.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[μαίνομαι]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> où s'ébattent les chevaux (prairie);<br /><b>2</b> τὸ ἱππομανές « hippomane » petite excroissance de chair survenant au front des poulains et employée dans les philtres.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[μαίνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππομᾰνής:''' [[приводящий в неистовство лошадей]]: ἱ. [[λειμών]] Soph. луг, на котором резвятся кони.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[λιβάδι]], μέσα στο οποίο τα άλογα βρίσκουν μανιώδη [[τέρψη]] ή [[λιβάδι]] χλοερό ή [[λιβάδι]] γεμάτο από άλογα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>ἱππομανές</i>, <i>-έος</i>, <i>τό</i>, αρκαδικό [[φυτό]], που μανιωδώς αγαπούν να τρώγουν τα άλογα ή που [[μόλις]] το τρώνε τρελαίνονται, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἱππομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[λιβάδι]], μέσα στο οποίο τα άλογα βρίσκουν μανιώδη [[τέρψη]] ή [[λιβάδι]] χλοερό ή [[λιβάδι]] γεμάτο από άλογα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>ἱππομανές</i>, <i>-έος</i>, <i>τό</i>, αρκαδικό [[φυτό]], που μανιωδώς αγαπούν να τρώγουν τα άλογα ή που [[μόλις]] το τρώνε τρελαίνονται, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππομᾰνής:''' [[приводящий в неистовство лошадей]]: ἱ. [[λειμών]] Soph. луг, на котором резвятся кони.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱππο-μᾰνής, ές [[μαίνομαι]]<br /><b class="num">I.</b> of a [[meadow]], in [[which]] horses [[take]] mad [[delight]], or, swarming with horses, Soph.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], ἱππομανές, έος, an Arcadian [[plant]], [[which]] makes horses mad, Theocr.
|mdlsjtxt=ἱππο-μᾰνής, ές [[μαίνομαι]]<br /><b class="num">I.</b> of a [[meadow]], in [[which]] horses [[take]] mad [[delight]], or, swarming with horses, Soph.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], ἱππομανές, έος, an Arcadian [[plant]], [[which]] makes horses mad, Theocr.
}}
}}