Anonymous

ἴαμβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> ïambe, <i>pied composé d’une brève et d’une longue</i>;<br /><b>2</b> vers ïambique.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάπτω]] ; pour la finale, cf. [[διθύραμβος]], [[θρίαμβος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> ïambe, <i>pied composé d’une brève et d’une longue</i>;<br /><b>2</b> vers ïambique.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάπτω]] ; pour la finale, cf. [[διθύραμβος]], [[θρίαμβος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴαμβος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ямбическая стопа]], [[ямб]] (∪‒) Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[ямбический стих]] (Ἱππώνακτος Arph.): ἴ. [[τρίμετρος]] Her. ямбический триметр;<br /><b class="num">3)</b> pl. ямбы, ямбическая поэма, т. е. сатира в ямбах (ἰάμβους ποιεῖν Plat.; ἴαμβοι ὑβριστῆρες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴαμβος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ίαμβος]], [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από [[μία]] βραχεία και [[μία]] [[μακρά]] [[συλλαβή]], όπως το [[ἐγώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ιαμβικός]] [[στίχος]], [[τρίμετρος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ιαμβικό [[ποίημα]], σατυρικό, υβριστικό [[ποίημα]], σε Πλάτ. (από το [[ἰάπτω]] 2, [[επειδή]] οι ίαμβοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποιήθηκαν από τους σατυρικούς ποιητές Αρχίλοχο και Ιππώνακτα· απ' όπου criminosi Iambi, σε Ρήτ.).
|lsmtext='''ἴαμβος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ίαμβος]], [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από [[μία]] βραχεία και [[μία]] [[μακρά]] [[συλλαβή]], όπως το [[ἐγώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ιαμβικός]] [[στίχος]], [[τρίμετρος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ιαμβικό [[ποίημα]], σατυρικό, υβριστικό [[ποίημα]], σε Πλάτ. (από το [[ἰάπτω]] 2, [[επειδή]] οι ίαμβοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποιήθηκαν από τους σατυρικούς ποιητές Αρχίλοχο και Ιππώνακτα· απ' όπου criminosi Iambi, σε Ρήτ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἴαμβος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ямбическая стопа]], [[ямб]] (∪‒) Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[ямбический стих]] (Ἱππώνακτος Arph.): ἴ. [[τρίμετρος]] Her. ямбический триметр;<br /><b class="num">3)</b> pl. ямбы, ямбическая поэма, т. е. сатира в ямбах (ἰάμβους ποιεῖν Plat.; ἴαμβοι ὑβριστῆρες Anth.).
}}
}}
{{etym
{{etym