Anonymous

ὀξυβόας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[ὀξυβόης]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[ὀξυβόης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξυβόᾱς:''' ου adj. m дор. = [[ὀξυβόης|ὀξῠβόης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀξυβόας]] και ὀξυβόης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> ο [[οξύαυλος]], το όμποε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> α) (για [[πτηνό]]) αυτός που κρώζει [[δυνατά]], που εκβάλλει κρωγμούς<br />β) (για [[κουνούπι]]) αυτός που βομβεί [[δυνατά]]<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φωνάζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοή</i>), [[πρβλ]]. [[τηλεβόας]]. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] [[απόδοση]] του ιταλ. <i>oboe</i> (<b>πρβλ.</b> [[οξύαυλος]])].
|mltxt=ο (Α [[ὀξυβόας]] και ὀξυβόης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> ο [[οξύαυλος]], το όμποε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> α) (για [[πτηνό]]) αυτός που κρώζει [[δυνατά]], που εκβάλλει κρωγμούς<br />β) (για [[κουνούπι]]) αυτός που βομβεί [[δυνατά]]<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φωνάζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοή</i>), [[πρβλ]]. [[τηλεβόας]]. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] [[απόδοση]] του ιταλ. <i>oboe</i> (<b>πρβλ.</b> [[οξύαυλος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξυβόᾱς:''' ου adj. m дор. = [[ὀξυβόης|ὀξῠβόης]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀξῠ-[[βόης]], ου, ὁ, [[βοάω]]<br />[[shrill]]-screaming, Aesch.
|mdlsjtxt=ὀξῠ-[[βόης]], ου, ὁ, [[βοάω]]<br />[[shrill]]-screaming, Aesch.
}}
}}